Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα I'm writing. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα I'm writing. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Ραντεβού

Βγήκε από το μπάνιο. Με το ένα χέρι κρατούσε την πετσέτα και στέγνωνε τα μαλλιά του. Με το άλλο βρήκε το τηλεκοντρόλ στο τραπεζάκι και πάτησε το κουμπί για να ανοίξει η τηλεόραση στο κρατικό κανάλι. Είχε αργήσει, αν την έστηνε θα ήταν πολύ κακό για τις πιθανότητές του να ξεκινήσει κάτι μαζί της. "Κακή αρχή θα κάνω γαμώτο" σκέφτηκε.

Η τηλεόραση άναψε, δεν άκουγε τι λέει, δελτίο ειδήσεων ήταν. Δεν υπήρχε λόγος που την άνοιξε, από συνήθεια μάλλον. Άνοιγε την τηλεόραση πάντα όταν περνούσε από μπροστά της. Έβλεπε μόνο όταν έτρωγε. "Θα ήθελα να τσιμπήσω κάτι" αλλά ήξερε πως δεν υπήρχε χρόνος. Πέταξε την πετσέτα στην καρέκλα δίπλα του και βγήκε από το δωμάτιο για να ντυθεί.

«Το δυστύχημα συνέβη πριν 45 περίπου λεπτά...». Σκεφτόταν πως στην αρχή δεν του είχε κάνει καμία εντύπωση εκείνη. Και μάλλον το ίδιο πρέπει να ίσχυε και από τη δική της πλευρά. Αν και δεν ήταν σίγουρος πως τώρα της έκανε κάποια εντύπωση. Δεν ήταν και πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, αλλά αφού είχαν πει να βγουν, θα έβλεπε πως θα εξελισσόταν η βραδιά.

«Το υπεραστικό λεωφορείο των ΚΤΕΛ που εκτελούσε το δρομολόγιο...». Σε έναν καφέ είχαν γνωριστεί, φίλοι φίλων, τα γνωστά. Και μετά ξαναβρέθηκαν μέσα από παρέες και ξανά και ξανά. Και κάπου ανάμεσα στις τυχαίες συναντήσεις τους εκείνος άρχισε να ελκύεται από την παρουσία της, να την προσέχει περισσότερο. Ώσπου να αποφασίσει πως πρέπει να βγουν "για ένα ποτάκι".

«31 επιβαίνοντες...». Είχε χωρίσει λίγο καιρό προτού τη γνωρίσει. Όχι και ο καλύτερος χωρισμός. Με την πρώην του έχει να μιλήσει από τη μέρα που ανταλλάσσοντας βαριές κουβέντες διακόψανε την αρκετά μπερδεμένη σχέση τους. Με αυτήν, αν προχωρήσει, θα ήθελε κάτι πιο απλό, πιο εύκολο, πιο ξεκάθαρο. Ίσως βέβαια προτρέχει μ' αυτά που σκέφτεται.

«Κάηκε ολοσχερώς...». Ντύθηκε γρήγορα. Γεμάτος με την αγωνία του πρώτου ραντεβού και με μυαλό σε πανικό από τη προσπάθειά του να μην καθυστερήσει άλλο, μαζεύει τα κλειδιά του σπιτιού, το κινητό, χρήματα -"πρέπει να πληρώσω τα ποτά ή πλέον οι γυναίκες το μισούν αυτό;"- και σβήνει τα φώτα.

«Σύμφωνα με ιατρικό ανακοινωθέν που εκδόθηκε μόλις τώρα, δεν υπάρχουν επιζώντες...». Τελευταία στιγμή πριν φύγει θυμήθηκε την ανοιχτή τηλεόραση πίσω του. Δε θα ήταν η πρώτη φορά που την άφηνε έτσι, για να ανακαλύψει αργότερα πως φώτιζε τους άδειους τοίχους όσο εκείνος έλειπε. Πάτησε το κουμπί, άφησε το τηλεκοντρόλ πίσω στο τραπεζάκι και έκλεισε βιαστικά την πόρτα πίσω του.


Τα προηγούμενα:

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Κατερίνα

Στα 23 της η Κατερίνα θα έκανε ένα τελευταίο ταξίδι. Θα πήγαινε σε μια μικρή επαρχιώτικη πόλη και θα αυτοκτονούσε. Το είχε σκεφτεί καιρό πριν, του έδωσε χρόνο να αναπτυχθεί μέσα της και το αποφάσισε και η ανάγκη να το προχωρήσει ήταν μεγάλη. Κι ούτε κακή οικογένεια είχε, κανείς δεν την τραυμάτισε ψυχικά ή σωματικά ποτέ, ούτε κοινωνικά αποκλεισμένη ήταν, με φίλους και γνωστούς να την περιτριγυρίζουν συνεχώς. Με καριέρα μπροστά της αν ήθελε, μόλις τελείωσε τη σχολή της. Κανένα από τα κλισέ που οδηγούν συνήθως τους νέους στο να κάνουν το τελευταίο τους ταξίδι δεν κουβαλούσε. Απλά έβρισκε τα πάντα χωρίς νόημα, μια ζωή σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Και το μισούσε αυτό. Από όταν άρχισε να καταλαβαίνει τον εαυτό της στην εφηβεία της, έψαχνε συνεχώς γι' αυτό το αναπάντεχο που θα τη συνεπάρει. Το μεγαλύτερο απ' όσα είχε βιώσει, το εξωπραγματικό. Αυτή η προσπάθεια την έσπρωξε να πιστέψει πως μοναδική διέξοδος από την ανία και την επανάληψη της ζωής της, ήταν η αυτοκτονία.

Κι ακόμη και τώρα, όπως κάθεται στην αίθουσα αναμονής του ΚΤΕΛ και παρατηρεί τις κινήσεις και τα λόγια των υπόλοιπων ταξιδιωτών, ψάχνει να βρει κάτι πέρα από τα συνηθισμένα. "Έτσι είναι η απελπισία" σκέφτεται, νιώθοντας αποφασισμένη αλλά και ανήσυχη. Με μάτια που δε σταματούν να κινούνται από τον έναν άνθρωπο στον άλλο. Κόσμος πηγαινοέρχεται στα γκισέ και στο κυλικείο, κάθεται στις θέσεις και ξανασηκώνεται. Ακούει μερικά αγόρια να μιλάνε για μερικά περιοδικά. Ή βιβλία, το ίδιο κάνει. Ιστορίες φαντασίας που προσπαθούν να αντικαταστήσουν στο μυαλό όλων τις πραγματικά εξαιρετικές εμπειρίες που ποτέ δε θα έχει. Που προσπαθούν να τον κοιμήσουν ικανοποιημένο με πράγματα και στιγμές που ποτέ δε θα ζήσει.

Υπάρχει και μια ανάγκη όμως πίσω απ' όλα αυτά. Η ανάγκη της να μιλήσει ανοιχτά σε κάποιον για όλα όσα έχει σκεφτεί και αποφασίσει. Μήπως δεν είναι όσο σίγουρη νομίζει; Μήπως ψάχνει τρόπο και λόγο για να μην κάνει αυτό που εδώ και καιρό έχει σχεδιάσει;

Έχει ταχυδρομήσει στο γραφείο του μπαμπά της το γράμμα με το οποίο δηλώνει πως αυτοκτονεί, πως αγαπά εκείνον και τη μαμά της και πως δεν ήθελε να τους πληγώσει. Αύριο το πρωί εκείνος θα το παραλάβει και θα το ανοίξει. Λογικά θα ψάξουν να τη βρουν μετά, δε θα είναι και δύσκολο. Όμως στο γράμμα της δεν αναφέρει γιατί. Οι δικοί της θα αναρωτιούνται, ίσως για πάντα, τους λόγους που την έκαναν να αποφασίσει την αυτοκτονία.

Δεν έχει μιλήσει ποτέ και σε κανέναν γι' αυτά που σκέφτεται. Μήπως πρέπει να το κάνει; Οι σκέψεις της κινούνται γρήγορα, ψάχνει τρόπο να ελαφρύνει. Και η απελπισία που νιώθει, κι αυτό το τελειωτικό που έχει μέσα της είναι πια πολύ μεγάλα για να μπορέσει να τα σηκώσει. Αρχίζει και κλαίει σιγανά, όσο κι αν δεν το θέλει μέσα στον κόσμο. Τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα που δε μπορεί να σταματήσει και ξέρει πως την κοιτάνε. Αλλά αυτό είναι κάπως ωραίο, γιατί είναι επιτέλους κάτι απροσδόκητο, έξω από τα συνηθισμένα και τα αποδεκτά. Γιατί πάντα όταν βλέπουμε κάποιον να κλαίει δημόσια αισθανόμαστε άσχημα, πρώτα απ' όλα γιατί αυτό δε θα έπρεπε να συμβαίνει, δε θα έπρεπε εδώ, τώρα, μπροστά μου, είναι λάθος, λάθος, λάθος.

Ενώ το κλάμα της αρχίζει να σταματά, βλέπει ένα αγόρι απέναντί της. Μικρότερο απ' αυτήν στην ηλικία, ψηλό, λίγο χαμένο σε όσα μάλλον περνάνε από το μυαλό του τώρα. Κι εκείνος, πίνοντας ένα μπουκαλάκι νερό, την κοιτάζει. Κι όλα όσα περίμενε η Κατερίνα, είναι τώρα σταθερά στη θέση τους. Ξέρει τι θέλει, ξέρει τι θα κάνει. Περιμένει την τύχη να ορίσει τις επόμενες κινήσεις της, θα αφεθεί απόλυτα στα δικά της χέρια. Αφού αυτό που αντιπαθεί είναι το σίγουρο, το προδιαγεγραμμένο, εκείνο απ' το οποίο δε μπορεί να ξεφύγει, τώρα θα παίξει με την τύχη της. "Αν κάτσει δίπλα μου θα του τα πω όλα." Και ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει;

Το παλικάρι την πλησιάζει. Έχει ένα τσαντάκι στα χέρια του και το αφήνει στη θέση ακριβώς δίπλα της, ρίχνοντάς της ακόμη μια ματιά. Κάθεται στην πιο δίπλα θέση και η Κατερίνα είναι έτοιμη να βάλει ξανά τα κλάματα. Να κλαίει μέχρι να ρθει η ώρα να ανεβεί στο λεωφορείο και να ξεκινήσει για την πόλη στην οποία θα δει το τελευταίο της ηλιοβασίλεμα. Μια στιγμή μετά, μια μαμά κρατώντας ένα κοριτσάκι αγκαλιά κάθεται δίπλα της. "Όχι, μην κλάψεις", σκέφτεται η Κατερίνα, "τέλος".


Τα προηγούμενα:

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Γιάννης, Κώστας και Λευτέρης

"Ρε αν το χάσουμε θα καταλάβουν ότι λείπαμε!" είναι οι πρώτες κουβέντες που είπε ο Γιάννης εδώ και λίγη ώρα. Ήταν κοντά στο σταθμό των λεωφορείων, αλλά ξαφνικά οι φίλοι του αποφασίσανε πως θέλουν να φάνε. "Θα πάρουμε κάτι από το σταθμό" τους είπε.

Την είχε άγχος αυτήν την κοπάνα. Κάνανε κι άλλες φορές, αλλά πού τους έχανες και πού τους έβρισκες, για καφεδάκι στο Μικρό Καφέ θα ήταν. Τώρα είχαν αποφασίσει να πάρουν το πρώτο λεωφορείο για την πόλη, να κάνουν βόλτα, να ψωνίσουν -δεν είχαν ιδέα τι, αλλά αυτό δεν πειράζει- και να γυρίσουν την ώρα που το σχολείο τελειώνει.

Ο Λευτέρης κρατούσε μια σακούλα με 3-4 διαφορετικά κόμιξ. Δεν ήξερε πώς ακριβώς θα δικαιολογούσε το πότε και πώς τα αγόρασε στους δικούς του, αλλά προς το παρόν διηγούνταν στον Κώστα την υπόθεση του ενός από αυτά. Ο τελευταίος, παρότι δε θα ασχολούνταν να το διαβάσει ο ίδιος, βαριόταν αφάνταστα οτιδήποτε θύμιζε βιβλίο, απολάμβανε την αφήγηση.

Τα 2 αγόρια ήταν αρκετά απορροφημένα στο θέμα τους, τόσο ώστε ο τρίτος της μικρής παρέας να νιώθει, όπως συνήθως, αποκομμένος. Ο Γιάννης ήταν σχετικά νέα προσθήκη στο Λύκειο και στη μικρή τους πόλη. Με φρεσκοχωρισμένους γονείς, ακολούθησε τη μητέρα του από το νησί τους, πίσω στην πόλη των γονιών της. Μεγάλη αλλαγή για έναν έφηβο. Όχι πως συνάντησε ιδιαίτερες δυσκολίες στο να προσαρμοστεί στο νέο του σχολείο ή να κάνει παρέες. Απλά ένιωθε ακόμη πως ήταν κάποιος από έξω που ήρθε σε ένα μέρος που όλοι είχαν το ρόλο τους. Ένιωθε ακόμη περιττός.

Φτάνοντας στο σταθμό, είχε κι ο ίδιος πεινάσει. Δεν είχαν σταματήσει για να φάνε από το πρωί. Αγόρασαν και οι 3 το μόνο πράγμα που τους θύμισε, υποσυνείδητα, το σχολείο. Μια τυρόπιτα, σήμα κατατεθέν των κυλικείων παντού, το εθνικό φαγητό των μαθητών. Όρθιοι δίπλα στην έξοδο του σταθμού και αφού αγόρασαν τα εισιτήριά τους, άλλαξαν γρήγορα θέμα στο τι θα κάνουν το Σαββατοκύριακο που πλησίαζε. Φυσικά και θα έβγαιναν έξω, μικροί ήταν;

Το θέμα ήταν πώς θα πείσουν τους γονείς τους, αφού για κανέναν από τους 3 δεν ήταν τόσο εύκολο να κάνουν απλά ό,τι σκεφτούν. Μοιάζει σαν οι σημερινοί γονείς να είναι περισσότερο σφιγμένοι και απόλυτοι απέναντι στα παιδιά τους από ό,τι μερικά χρόνια πριν. Παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς πως σε πολλά θέματα που αφορούν τους εφήβους η ανεκτικότητα έχει αυξηθεί. Πάντα όμως τα παιδιά βρίσκουν τον τρόπο.

Λίγο πριν το λεωφορείο τους φύγει, γελάνε και φέρονται και οι τρεις τους με τον τρόπο που μόνο οι έφηβοι μπορούν. Όχι όπως τα μικρά παιδιά, αλλά με ανεπτυγμένη αίσθηση του εαυτού τους, μακριά από τη συγκροτημένη και πολλές φορές αποστασιοποιημένη επαφή των ενηλίκων με τους υπόλοιπους ανθρώπους και το χώρο. Με ίσες αποστάσεις ανάμεσα στα αντίθετα άκρα της παιδικότητας και της κυνικότητας.

Οι τρεις τους δε δίνουν σημασία στους γύρω τους, ακόμη κι όταν τα δυνατά τους γέλια κάνουν τον κόσμο να τους κοιτάξει. Περνούν καλά και το δείχνουν, είναι μια όμορφη μέρα γι' αυτούς. Μακριά από τις όποιες σκοτούρες τους. Ή τέλος πάντων, μακριά από τις περισσότερες.

Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Νίκος

"Ο Νίκολάκης δεν είναι πια νέος". Κάτι τέτοιες δε θα ήταν οι ατάκες που θα λέγανε; Και του φαίνεται πολύ αστείο αυτό, γιατί φυσικά και δεν είναι. 66 χρονών και χήρος εδώ και πάνω από 4 χρόνια ήταν. "Μεγάλωσε κι αυτός". Ξέρεις, τέτοια κλισέ και κουβέντες που μένουν απαράλλακτες για όλους. Είναι σα μια συλλογική μνήμη να τις ανασύρει κάθε μέρα και για διαφορετικό άνθρωπο. Τα ίδια δε λέει κι αυτός για τους άλλους;

Όταν πρωτοείχε αυτές τις ενοχλήσεις δεν ανησύχησε. Άλλωστε έτσι κάνει ο κόσμος, δεν είναι οι παλιοί τόσο ευαίσθητοι όσο οι νέοι που με το παραμικρό τρέχουν στους γιατρούς. Βέβαια η ενόχληση σύντομα έγινε πόνος που δε μπορούσε να αγνοεί. Την πρώτη φορά που κατέβηκε στο νοσοκομείο της πόλης, στο ίδιο που πέθανε η γυναίκα του χτυπημένη από την "κακιά την αρρώστια", ένιωσε πως την ξαναέχανε από την αρχή, πως την έβλεπε πάλι στο κρεβάτι. Κάτω από αυτό το φως που μόνο στα νοσοκομεία υπάρχει, σα σήμα κατατεθέν της αρρώστιας, της ζωής που χάνεται, του πόνου.

Είχε να πατήσει το πόδι του από τότε. Και γιατί όχι άραγε; Ποτέ του δεν είχε προβλήματα. Τα ιατρεία και τους νοσοκόμους ποτέ δεν τους χρειάστηκε, ούτε καν σαν παιδί, παρότι ήσυχος δεν έκατσε ποτέ στη ζωή του και δεν πτοήθηκε ποτέ από κάτι για χάρη της υγείας του. Τώρα όμως ήταν η ώρα. Ο γιατρός τον εξέτασε, οι εξετάσεις έγιναν. Και τώρα, λίγες μέρες μετά, επέστρεψε για να μάθει αν η ζωή του κινδύνευε.

Ο γιατρός, ένας συμπαθητικός αν και βαριεστημένος τύπος γύρω στα 35, με τη φωτογραφία της μικρής του κόρης πάνω στο γραφείο του, του είπε να μην ανησυχεί και πως "δεν είναι τελικά τίποτα που δε λύνεται με μια τυπική επέμβαση". Είχε πάρει τα νέα καλά, ποιος δε θα τα δεχόταν με ευχαρίστηση, έτσι; Είχανε κλείσει το ραντεβού για την απαραίτητη εγχείρηση και ο ίδιος θα συνέχιζε να παίρνει παυσίπονα για να αντιμετωπίσει μέχρι τότε τον πόνο.

Τώρα είχε φτάσει στο σταθμό αρκετά νωρίτερα από την ώρα αναχώρησης του λεωφορείου του και έπινε το δεύτερο καφέ της ημέρας του, καθισμένος σε ένα τραπεζάκι του κυλικείου. Ενώ ο κόσμος περνάει από δίπλα του χωρίς να του δίνει σημασία, ο κυρ-Νίκος σκέφτεται ότι οι συνομήλικοί του λένε μερικές φορές πως νιώθουν πως πλησιάζουν στο τέλος. Εκείνος όμως όχι. Νιώθει ακόμα γερός και δε βλέπει στα 66 του το τέλος του δρόμου. Δεν το φοβάται, ξέρει απλά πως είναι ακόμη μακριά. "66 δεν είναι τίποτα".

Σκέφτεται τη γυναίκα του και τους 2 γιους του, που έχει να δει από την κηδεία της μάνας τους. Δε μιλιούνται, αν και αυτός φροντίζει να μαθαίνει νέα τους. Δεν τους θεωρούσε καλά άτομα και ξέρει πως φταίει κι ο ίδιος, αλλά "αυτά τα θέματα είναι αυτά που είναι και μη τα σκαλίζεις". Με τον εγγονό του έχει κρατήσει επαφή. Του τηλεφωνεί ο μικρός που και που και του λέει τα νέα του, είναι ευγενικό παιδί, "θα πήρε απ' τη μάνα του". Μακάρι να ζούσε και πιο κοντά για να τον βλέπει, αλλά σύντομα θα σπουδάσει κάπου και θα είναι ελεύθερος να επισκέπτεται τον παππού του όσο θέλει.

Απέναντί του κάθεται μια κοπέλα με ένα φόρεμα γεμάτο μικρά κίτρινα λουλούδια. Δε μπορεί παρά να βγει από τις σκέψεις του, αφού βλέπει πως η κοπέλα κλαίει σιγανά. Αυτή η εικόνα τον φέρνει σε αμηχανία, η πρώτη του κίνηση είναι να της μιλήσει σα να είναι κάποιος κοντινός του, η εγγονή του ίσως.

Πάντα όμως οι άνθρωποι κάνουν πίσω, δεν έχουν το κουράγιο να πλησιάσουν και να παρηγορήσουν αυτόν που το χρειάζεται. Κι εκείνη σταματάει σιγά σιγά. Βλέπει ένα παλικαράκι περίπου στην ηλικία του εγγονού του -λίγο μεγαλύτερος είναι τούτος- να πηγαίνει προς τις θέσεις αναμονής που είναι η κοπέλα. Εκείνη σκουπίζει τα μάτια της και κοιτάει τον νεαρό που κάθεται κοντά της. Φαίνεται έτοιμη να δακρύσει ξανά απ' την αρχή και ο κυρ-Νίκος πίνει ακόμη μια γουλιά απ' τον καφέ του. Σε τέτοια ηλικία είχε πρωτογνωρίσει τη γυναίκα του, Θεός σχωρέστην.

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Αντωνία και Χρύσα

Η Χρύσα λάμπει. Το κοριτσάκι με τα κατάξανθα μαλλιά δε μπορεί να κρύψει τη χαρά του για τη σημερινή μέρα. Είναι τα γενέθλιά της, κλείνει τα 5 σήμερα. Η μαμά της αποφάσισε να της κάνει έκπληξη. Την ξύπνησε από το πρωί, η μικρή γκρίνιαζε και ήθελε να κοιμηθεί παραπάνω, αλλά η Αντωνία έσκυψε δίπλα της και της ψιθύρισε "είναι τα γενέθλιά σου σήμερα, ξέχασες; σου έχω μια έκπληξη." και η Χρύσα πετάχτηκε από το κρεβάτι.

Ντύθηκαν και οι δύο, ήπιαν τα πρωινά τους ροφήματα, γάλα η μία και καφέ (μέτριο, με αρκετό γάλα) η άλλη και ξεκίνησαν για το σταθμό των ΚΤΕΛ. Από κει, έφτασαν στην "πόλη", έναν τόπο μυθικό για το παιδί, γεμάτο με αυτοκίνητα, μαγαζιά και ανθρώπους.

Το να μένουν σε μια μικρή κωμόπολη της επαρχίας ήταν πάντα η δυσκολία της Αντωνίας. Μεγαλωμένη για χρόνια στο εξωτερικό, επέστρεψε με τους δικούς της στην Ελλάδα στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου στην Αθήνα, όπου και σπούδασε. Ο έρωτας και στη συνέχεια ο γάμος όμως, την έφερε σε ένα μικρό μέρος με λίγες χιλιάδες κατοίκους. Δεν ήταν εύκολη η προσαρμογή της στο νέο περιβάλλον.

Η μικρή, με πολύχρωμα κοκαλάκια στα μαλλιά, κοιτούσε τα πάντα με μια περιέργεια που μόνο τα πολύ μικρά παιδιά έχουν. Κάνοντας συνεχώς στη μαμά της ερωτήσεις που γινόταν όλο και περιπλοκότερες όσο περνούσε η ώρα, περπατούσε, κρατώντας το χέρι της Αντωνίας. Μπήκαν στα μαγαζιά, αγοράσανε ρούχα (για τη Χρύσα βέβαια), κάτσανε στα παγκάκια της μεγάλης πλατείας και παρατηρούσαν τους περαστικούς, παίξανε σε μια παιδική χαρά πιο δίπλα, φάγανε από το φαστφουντάδικο με το παιχνιδάκι στο μενού. Κρατάει μέσα της την όλη εμπειρία, μια ανάμνηση γλυκιά που θα θυμάται σε όλη της τη ζωή, μια από τις πρώτες της, σκέφτεται η μαμά της όσο την κοιτάει να δαγκώνει, με μανία, το καλαμάκι από το κουτάκι με το χυμό που της πήρε.

Στο αριστερό της χέρι η Χρύσα κρατάει μια κούκλα. Είναι το δώρο της για τα γενέθλιά της, από τη μαμά της. Η Αντωνία θυμάται τα δικά της παιχνίδια, αντικείμενα που αγάπησε μέσα στην αθωότητα της ηλικίας που έχει τώρα η κόρη της και που ο μεγάλος επαναπατρισμός της οικογένειάς της δεν άφησε όρθια. Δεν της έχει απομείνει σχεδόν τίποτα από τα παιδικά της χρόνια και αυτό τώρα, όπως και πάντα όταν το σκέφτεται, τη γεμίζει με ένα κενό, μια στεναχώρια.

Τώρα πάντως, το κενό που νιώθει δεν είναι τόσο για τα χαμένα της παιχνίδια. Η σημερινή μέρα δεν είναι απλά μια κίνηση αγάπης απέναντι στην κόρη της. Είναι και η εσωτερική ανάγκη της Αντωνίας να δώσει μια καλή μέρα, να περάσει μερικές όμορφες στιγμές με την κόρη της, πριν της ανακοινώσει πως ο μπαμπάς της σε λίγες μέρες θα φύγει από το σπίτι. Ο γάμος της δεν πήγαινε καλά εδώ και μήνες. Όσο όμως αναλογίζεται όλη της τη σχέση με τον άντρα της, αναρωτιέται αν πήγε ποτέ καλά. Έρωτας υπήρχε στην αρχή, γι' αυτό άλλωστε και ήρθε σ' αυτό το μέρος που δε συνήθισε ποτέ. Όμως μετά, αυτό το συναίσθημα, όσο δυνατό κι αν ήταν, εξανεμίσθηκε. Και δεν είναι σίγουρη τι απέμεινε.

Είχαν συζητήσει. Πολλές φορές. Ξανά και ξανά τα ίδια, να τα λύσουν όλα. "Για χάρη της Χρύσας". Αν και ένιωθαν και οι δυο πως τίποτα δεν έχει αποτέλεσμα, πως είναι, τελικά, δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι που ψάχνουν διαφορετικά πράγματα. Δε μάλωναν, όχι. Είχαν όμως μια απάθεια για τη σχέση τους, που είναι πιο καταστροφική κι από τους μεγαλύτερους καβγάδες. Έτσι, το παιχνίδι έμοιαζε χαμένο από την αρχή και τώρα, επιτέλους, πήρανε την απόφαση για το χωρισμό, για το διαζύγιο.

Τι λες όμως σε ένα παιδί 5 χρονών; Τι καταλαβαίνει; Πως αλλάζει η ζωή του, οριστικά και αμετάκλητα, από τη δική σου απόφαση; Η Χρύσα θα έμενε μαζί της, αλλά θα ήταν ένα διαφορετικό κοριτσάκι από δω και πέρα. Γι' αυτό κι αυτή η μέρα. Για να της δώσει κάτι να θυμάται από τα πριν. Και μήπως γιατί σκεφτόταν η ίδια να μετακομίσουν; Να φύγουν για ένα μέρος μεγαλύτερο, να ξεκινήσουν από την αρχή; Ένα μέρος όπως αυτό; Ίσως. Αλλά όχι αμέσως. Δε θα έκανε σε κανέναν καλό μια τόσο απότομη αλλαγή.

Η μικρή πέταξε το κουτάκι του χυμού στον κάδο των σκουπιδιών, έξω από το σταθμό των λεωφορείων, που θα τις ξαναγύρναγε στο σπίτι τους. Η ώρα που το λεωφορείο, για το οποίο έχουν κόψει το εισιτήριο της επιστροφής, θα φύγει, πλησιάζει. Στο σπίτι τους; Γιατί δυσκολεύεται λίγο να το σκεφτεί σαν σπίτι τους;

"Πάμε να κάτσουμε, Χρύσα", της λέει η Αντωνία και κατευθύνονται προς τα καθίσματα που υπάρχουν στην αίθουσα αναμονής. Διπλές θέσεις δεν υπάρχουν ελεύθερες, όμως η Αντωνία βλέπει μια άδεια θέση ανάμεσα σε ένα κορίτσι και ένα αγόρι που μόλις κάθισε. "Συγνώμη, κάθεται εδώ κανείς", τους λέει και το αγόρι παίρνει το τσαντάκι που είχε αφήσει στο κάθισμα και τις αφήνει να καθίσουν, η Χρύσα στην αγκαλιά της Αντωνίας.

Η μαμά κοιτάει την κόρη και τη σφίγγει πιο δυνατά στην αγκαλιά της. Εκείνη, είδωλο κι αντανάκλαση του σημαντικότερου ανθρώπου στη ζωή της, κάνει το ίδιο με τη νέα κούκλα της. "Μαμά, γιατί γελάνε τόσο δυνατά εκείνα τα παιδιά;", αναρωτιέται η μικρή. "Θα λένε κανένα καλό αστείο, μωρό μου. Θες να πούμε κι εμείς;".

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Μιχάλης και Γεωργία

Η Γεωργία τρόμαξε. Ήταν η πρώτη φορά που ο Μιχάλης της μιλούσε άσχημα και μάλιστα στο δρόμο, με τους περαστικούς να τους κοιτάνε. "Γιατί ήρθες μαζί μου τελικά; Για συμπαράσταση ή για να με κάνεις να αισθανθώ χειρότερα;" της έλεγε ο Μιχάλης κι εκείνη έριχνε κλεφτές ματιές σε όσους περνούσαν δίπλα της, να δει και να καταλάβει τι σκέφτονται, αν κουνάν το κεφάλι με συμπόνια, αν την κρίνουν που δεν του απαντά, να διαβάσει τις δικές τους σκέψεις για ό,τι συμβαίνει στην ίδια.

Πάντα ντροπαλή, πάντα με το μυαλό της έφτιαχνε σενάρια στο τι σκέφτονται οι άλλοι γι' αυτήν. Και πάντα πίσω από το Μιχάλη. Έτσι βρέθηκε και στην πόλη. Ο Μιχάλης, ευέξαπτος και με έντονη προσωπικότητα, γεμάτος ενέργεια και μονίμως ανικανοποίητος, λάτρευε τη Γεωργία. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που τον έκανε να φέρεται διαφορετικά, του έβγαζε πάντα τον καλύτερο χαρακτήρα μέσα του. Γι' αυτό και την πήρε μαζί του στη συνέντευξη για δουλειά που είχε.

Άνεργος για αρκετούς μήνες και με την υπομονή του να εξαντλείται, ο Μιχάλης είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του για τα πράγματα που τον ευχαριστούσαν. Με τα οικονομικά του να στενεύουν και το επίδομα ανεργίας να έχει τελειώσει, βρέθηκε να κοιτάζει αγγελίες, να μιλάει με γνωστούς και φίλους, να έχει γίνει μόνιμος πελάτης του ΟΑΕΔ και τίποτα από αυτά να μη φέρνει αποτέλεσμα. Οι σκέψεις του γύριζαν όλο και συχνότερα στη δύσκολη θέση που βρισκόταν, η διάθεση του ανέβαινε με κόπο και η σχέση του με τη Γεωργία δεν έβγαινε ακριβώς αλώβητη από όλο αυτό.

Όμως δεν της είχε μιλήσει ποτέ έτσι. Του είχε φανεί καλή ιδέα να πάνε μαζί από την προηγούμενη μέρα στην πόλη, να κάνουν μια βόλτα και να μείνουν το βράδυ σε έναν παλιό του συμφοιτητή. Να ξεφύγουν λίγο από τις παραστάσεις που όλο και περισσότερο έστρεφαν αυτόν μέσα στον εαυτό του και τη Γεωργία λιγάκι πιο μακριά του. Το ίδιο κι εκείνη, της άρεσε που τη σκέφτηκε. Ήδη είχε αποφασίσει πως αν αυτός πήγαινε για δουλειά σε άλλη πόλη, ακόμη και στην άκρη της Ελλάδας ή στο εξωτερικό, θα τον ακολουθούσε. Μόνο μαζί του αισθανόταν ασφάλεια.

"Εξαιτίας σου τα πήγα σκατά. Από την ώρα που ξεκινήσαμε με αγχώνεις παραπάνω.", συνέχισε ο Μιχάλης κι εκείνη δεν είπε τίποτα. Είχαν φτάσει πια έξω από το σταθμό των λεωφορείων. "Δε μιλάς ε; Ποτέ δε μιλάς.", της είπε και μπήκε στο δροσερό χώρο των ΚΤΕΛ. Δίπλα του η Γεωργία άρχισε να κλαίει. Δεν ήταν τα λόγια που έλεγε, ήταν ο τόνος της φωνής του, σα να είχε φύγει όλη η αγάπη του γι' αυτήν και στη θέση της να είχε μείνει μόνο πόνος και αδιαφορία.

Από την άλλη πλευρά του σταθμού ακούστηκαν τα δυνατά γέλια μιας μικρής ομάδας παιδιών. "Λυκειόπαιδα, σίγουρα θα γελάνε με καμιά χοντράδα, βλαμμένα", σκέφτηκε ο Μιχάλης. Ο ήχος του γέλιου τους τον ταρακούνησε, ήταν ένας ήχος πολύ μακρυά από κει που βρισκόταν ο ίδιος, η διάθεσή του και η ζωή του αυτή τη στιγμή.

Η Γεωργία έφυγε από κοντά του. Όσο την έβλεπε να κατευθύνεται προς το κυλικείο και να μπαίνει πίσω από ένα νέο παλικαράκι, όχι μεγαλύτερο από τη μικρή παρέα που φώναζε τώρα ακόμα πιο δυνατά, βγάζοντας από την τσάντα της χρήματα για να πληρώσει τα χαρτομάντιλα που θα ζητούσε για να σβήσει από το πρόσωπό της τα δάκρυα που συνέχιζαν να τρέχουν, είπε "γαμημένα κωλόπαιδα" και προχώρησε προς το εκδοτήριο των εισιτηρίων.

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Αλέξανδρος

Ο Αλέξανδρος είχε λίγες μέρες στην πόλη. Έψαχνε ακόμα τους δρόμους, βγαίνοντας από το νέο του σπίτι. Νέος φοιτητής, πέρασε στο Οικονομικό, σχολή που δε θα έλεγε πως ήταν το όνειρό του, αλλά ήταν η δεύτερή του επιλογή μετά την Ιατρική. Μια μικρή απογοήτευση την ένιωθε και δε βοηθούσαν ιδιαίτερα και οι δικοί του. Η μάνα του, μια γυναίκα που ποτέ δεν είχε τη δυνατότητα να σπουδάσει, από αγροτική οικογένεια που δύσκολα τα έβγαζε πέρα, που παντρεύτηκε μικρή τον πατέρα του, γέννημα θρέμμα της μικρής πόλης που ζει σε όλη τη ζωή της, ζωή γεμάτη κλισέ, του είπε μπράβο, "αλλά φαντάζεσαι να τα πήγαινες λίγο καλύτερα; πήδηξες και πέρασες από κάτω".

Ο πατέρας του από την άλλη, άνθρωπος από καλή οικογένεια, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη και μεγαλωμένος με ανέσεις και σπουδές που η μάνα του ούτε μπορούσε ποτέ να φανταστεί για τον εαυτό της, έκανε καριέρα πολιτικού, όχι τίποτα μεγάλο, σε τοπικό επίπεδο. Όχι πως δεν είχε τα προσόντα ή τις γνωριμίες για να πάει ψηλότερα, αλλά στην πόλη τους άκουγες τον κόσμο να λέει, με κάποια αηδία μπλεγμένη με λίγο δέος, πως "βαριέται ο άνθρωπος μωρέ, δε θέλει να προσπαθήσει σοβαρά για κάτι, τα έχει βρει όλα έτοιμα". Πράγμα που φυσικά είχε φτάσει και στα αφτιά του πατέρα του, μόνο που εκείνος δεν έδειχνε ποτέ να ενοχλείται. Άλλωστε ήξερε πως και οι ίδιοι που τα λένε, όταν φτάνει η ώρα τον ψηφίζουν.

Η επιτυχία του γιου ευχαρίστησε τον πατέρα του περισσότερο από όσο άφηνε να φανεί. Είχε κρυφό όνειρο να δει το γιο του να ακολουθεί τη δική του πορεία στην πολιτική και να φτάνει ψηλότερα, εκεί που ο ίδιος δεν τόλμησε ποτέ να φτάσει. Το Οικονομικό ήταν μια πολύ καλή αρχή για το μοναχοπαίδι του.

Ο Αλέξανδρος είχε βρει σπίτι, το είχε επιπλώσει, είχε γραφτεί στη σχολή και τώρα θα γυρνούσε στην πόλη του για να μαζέψει μερικά τελευταία πράγματα πριν επιστρέψει γρήγορα για τα πρώτα μαθήματα. Στην πόλη του, που ποτέ δεν αισθάνθηκε άνετα σαν έφηβος. Η μικρή κοινωνία, το ότι ήταν παιδί του πατέρα του και άρα γνωστός σε πολλούς, η συνεχής προετοιμασία για τις πανελλήνιες, οι συνομήλικοί του που του φαινόταν πάντα πολύ διαφορετικοί του, ήταν κι εκείνη η φήμη για τον πατέρα του και τη γραμματέα του αρχιτεκτονικού του γραφείου...

Ήθελε να ξεφύγει από όλο αυτό και τώρα ήρθε επιτέλους ο καιρός και η ευκαιρία του. Γι' αυτό και η απογοήτευση του για τη χαμένη Ιατρική ήταν μικρή, τόση που σε λίγες μέρες θα την είχε ξεχάσει. Ικανοποίηση και ανακούφιση που τελείωσε, πέρασε και είναι πια σε άλλο, δικό του μέρος, ανυπομονησία για το πως θα είναι η φοιτητική του ζωή, ποιούς ανθρώπους θα γνωρίσει και ένα μικρό φόβο που μένει για πρώτη φορά μόνος του, αυτά είναι που νιώθει. Τα άλλα δεν έχουν σημασία.

Το λεωφορείο φεύγει σε 10 λεπτά και έχει χρόνο να αγοράσει ένα μπουκαλάκι νερό από το κυλικείο των ΚΤΕΛ, η ζεστή μέρα τον έχει κουράσει. Όσο το πίνει, τα μάτια του πέφτουν σε μια όμορφη κοπέλα με ένα λουλουδάτο φόρεμα, μερικά χρόνια μεγαλύτερή του, που κάθεται σε μια σειρά καθισμάτων στην αίθουσα αναμονής. Αφήνει το μικρό τσαντάκι που έχει μαζί του στη θέση δίπλα της και κάθεται στην αμέσως επόμενη. Σε 5 λεπτά το λεωφορείο θα τον γυρίσει στην πόλη του και στους δικούς του, σε κάτι που του μοιάζει για τελευταία φορά μα στην πραγματικότητα δεν είναι. Ίσως όμως μέσα του να είναι όντως η τελευταία φορά που γυρίζει και αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία.

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Μερικές στιγμές αξίζουν περισσότερο

Είχε περίπου μισή ώρα που ξεκίνησε το πλοίο του. Είχε καθίσει στις τελευταίες θέσεις στο κατάστρωμα. Του άρεσε να βλέπει τα απόνερα του καραβιού, ένοιωθε σα να κοιτάζει σύννεφα να αλλάζουν παραστάσεις απ' τον αέρα. Στα δεξιά της θέσης του είχε αφήσει το μοναδικό του σακίδιο. Ήταν η πρώτη φορά που αποφάσιζε να φύγει μόνος για διακοπές. Δεν ήταν μποέμ τύπος, δεν του ταίριαζε κάτι τέτοιο, δεν είχε την περιπέτεια στο αίμα του. Κι ακριβώς γι' αυτό αποφάσισε να το κάνει. Άλλωστε η παρέα του δούλευε. Δε μπορούσαν να συντονίσουν τις άδειες τους.

Κι ο κολλητός του; Εκείνος είχε την κοπέλα του. Θα πήγαινε διακοπές στην πατρίδα της, "να γνωρίσω καλύτερα τους δικούς της" του έλεγε. Θα αρραβωνιαζόταν πριν το τέλος του χρόνου. Όλο αυτό του φαινόταν εντελώς κλισέ: Ο φίλος που ετοιμάζεται να κάνει οικογένεια, που σχεδόν πρέπει να κλείσει ραντεβού για να τον δει και που τώρα ενδιαφέρεται για τους γονείς της κοπέλας που μόλις πριν λίγο καιρό του την έδιναν για τα καλά, αλλά του συνέβαινε. Και ήθελε διακοπές. Έτσι πακετάρισε ένα σακίδιο με τα βασικά και ξεκίνησε...

Δεν είχε αποφασίσει που θα πάει, ούτε το πως. Τυχαία το διάλεξε. Είχε σκεφτεί πως αφού πηγαίνει μόνος, μπορεί να ταξιδέψει οπουδήποτε. Οπότε το άφησε στην τύχη... Το νησί του άρεσε πολύ. Και οι άνθρωποι. Και αν και ο φόβος δεν τον άφησε ποτέ, είπαμε δεν ήταν και πολύ θαρραλέος σαν χαρακτήρας, πέρασε καλύτερα απ' ότι περίμενε. Ήξερε πως τις εμπειρίες των τελευταίων ημερών θα τις έφερνε ξανά και ξανά στο μυαλό του για αρκετά χρόνια. Το κυριότερο όμως ήταν η αίσθηση που το έδωσε αυτό το μικρό, σε χρόνο, ταξιδάκι: Πως έκανε κάτι που τον έβγαλε από τα νερά του αλλά και ταυτόχρονα κατάφερε ο ίδιος να το φέρει στα μέτρα του. Αυτό το συναίσθημα της ικανοποίησης από τον εαυτό του και τον κόσμο, που τόσο ένοιωθε πως χρειαζόταν.

Δεν του άρεσε φυσικά που γύριζε πίσω. Σε ποιόν αρέσει όμως; Δεν έβλεπε και πολλά χαρούμενα πρόσωπα από και που καθόταν. Ευχαριστημένα, ικανοποιημένα όπως αυτός, ναι, χαρούμενα, όχι...

Για ακόμα μια φορά άρχισε να παρατηρεί τα βιβλία που διάβαζαν οι γύρω του. Αγαπημένη ασχολία, συνήθεια από τα παιδικά του χρόνια. Όπου κι αν βρισκόταν, κοίταζε τα αναγνώσματα των ανθρώπων. Σε σταθμούς τρένων, στις παραλίες, σε καφέ, πάντα έδινε στον εαυτό του χρόνο για να δει εξώφυλλα, να τα κρίνει από τα χρώματά τους και το στήσιμό τους, να δει τους ξένους να διαβάζουν στη γλώσσα τους, να αναζητήσει αντιδράσεις σε πρόσωπα να αναρωτηθεί τι περνάει από το μυαλό όσων διαβάζουν Πράτσετ, Μπαρίκο, Κινγκ, Ζατέλλη, αλλά και κόμικς, παιδικά βιβλία, βίπερ. Ήταν η μόνη "συλλογή", αν μπορούμε να την πούμε έτσι, που κράτησε μεγαλώνοντας.

Κι εκεί στην άκρη την είδε. Θυμήθηκε πως ήταν ακριβώς μπροστά του όταν μπήκε στο καράβι, αλλά μετά δεν την ξαναείδε. Καθόταν πίσω-πίσω στο κατάστρωμα, στην τελευταία θέση, με την πλάτη της γυρισμένη στη θάλασσα που αδιαμαρτύρητα άνοιγε για να περάσει το καράβι και μετά έκλεινε ξανά ήρεμα πίσω του.

Διάβαζε κι εκείνη. Ήταν ένα λεπτό βιβλιαράκι, βαθύ πράσινο όπως τα δέντρα που από κάτω τους περπατούσε πριν λίγες ώρες στο νησί, με μερικές κίτρινες γραμμές εδώ κι εκεί και κάμποσες φιγούρες, όμως δεν το είχε ξαναδεί και ούτε ξεχώριζε τον τίτλο ή τις λεπτομέρειες του εξωφύλλου. Η κοπέλα καθόταν μόνη της και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, γαληνεμένα από τις δικές της μέρες διακοπών, σκέφτηκε, τον εντυπωσίασαν. Κατάμαυρα, μακριά μαλλιά που γυάλιζαν έντονα στο φως, του θύμισαν μερικά ολοστρόγγυλα βότσαλα που ψάρεψε σε μια από τις παραλίες του νησιού. Στο λευκό μπλουζάκι που φορούσε, πάνω από τον ένα της ώμο, ένα λουλούδι με γαλάζια πέταλα φαινόταν να στέκεται και να τη συντροφεύει. Έμοιαζε απορροφημένη στο βιβλίο της, μιας και δε σήκωσε καθόλου τα μάτια της όση ώρα την παρατηρούσε.

Πάντα κόμπλαρε όταν έπρεπε να ξεκινήσει μια συζήτηση. Δεν ήξερε τι έπρεπε να πει, πως να αρχίσει, παρότι κάθε φορά το μυαλό του γέμιζε με πιθανές ερωτήσεις και προτάσεις. Δεν ήταν ποτέ καταστροφικές οι συζητήσεις που έκανε με νέους ανθρώπους που γνώριζε, απλά και μόνο γιατί δεν τις ξεκινούσε ποτέ. Όταν μάλιστα έπρεπε να το κάνει αυτό σε μια κοπέλα που του άρεσε...

"Πρέπει να έχει φοβερή επίδραση πάνω μου το νησί", σκέφτηκε, ψάχνοντας το σακίδιό του και μετά, η τελευταία του σκέψη, λίγο πριν καθίσει απέναντί της με το δικό του βιβλίο στα χέρια, "Ποιός είπε πως οι διακοπές τελείωσαν;".


Disclaimer: Πήγα διακοπές στο πανέμορφο νησί της Σαμοθράκης. Επειδή δεν έχω λόγια για το πόσο μου άρεσε και ούτε θέλω να γράψω εντυπώσεις αναλυτικά, στο πλοίο της επιστροφής έγραψα αυτό. Ευχαριστώ αυτούς που ήταν μαζί μου, πέρασα εκπληκτικά και θέλω να θα ξαναπάω.

Παρασκευή 22 Μαΐου 2009

Τα γράμματα

- Τελικά αποδείχτηκε πως δε μπορούσε. Δεν ήταν αρκετά δυνατή να σταματήσει. Άρχισε να μπλέκεται και άλλος κόσμος και αυτό το έκανε ακόμη πιο περίπλοκο, λες και δεν ήταν ήδη. Ώσπου αναγκάστηκα να το τελειώσω εγώ και ξέρεις πως δε μου αρέσει ποτέ να το κάνω αυτό. Οπότε της το ανακοίνωσα.
- Κι εκείνη τι σου είπε;
- Να φυλάξω τα γράμματα. Δεν ξέρω, μου είπε, αν φυλάς πράγματα που αγαπάς ή αν κρατάς μόνο τις αναμνήσεις στο μυαλό σου. Όμως, μια μέρα, θα θες να το ξαναζήσεις, να το φέρεις στη μνήμη σου. Με μας. Από την αρχή. Και τι νομίζεις, θα σου αρκούν οι αναμνήσεις; Ένα χρόνο μετά, ναι. Τρία, πέντε, ναι, ίσως. Σε δέκα; Αυτό είναι όλο.
- Αλήθεια τώρα;
- Σου είναι τόσο δύσκολο να το πιστέψεις, ε; Καταλαβαίνω πως τώρα σου φαίνεται κάτι σημαντικό, αλλά τότε, για μένα, δεν ήταν. Δηλαδή ήταν ειλικρινές όλο αυτό. Το πίστευα και το πάλεψα και το έζησα 100%. Αλλά θέλω να πω ότι δε μπορούσα να το συλλάβω ακριβώς. Μα δηλαδή, με φαντάζεσαι εμένα σε μια τέτοια φάση; Νόμιζα τέτοια πράγματα συμβαίνουν σε ανθρώπους εντελώς έξω από εμένα και τον τρόπο ζωής μου. Κι ακόμα το πιστεύω δηλαδή.
- Κι εσύ τι της είπες μετά απ' αυτό;
- Τι να της πω μωρέ; Λες να είχα μυαλό να πω; Είπαμε, το ζούσα, ήμουν ερωτευμένος και από πάνω το τελείωνα κι εγώ. Δεν ήμουν και στην καλύτερη κατάσταση. Πάντως σε κάποια φάση είπα "δε θα σε ξεχάσω". Ή κάτι άλλο επίσης πονεμένο.
- Είσαι πολύ ρομαντικός. Κάπως σαν τις ταινίες μ' ακούγεται αυτό. "Μια καταραμένη αγάπη".
- Ναι, κορόιδευε εσύ! Αλλά το 'χα σκεφτεί ρε, τι νομίζεις; Για όλο αυτό μαζί της. Από τον τρόπο που γνωριστήκαμε μέχρι το τέλος, είχε μια αίσθηση "σεναρίου", αν με πιάνεις. Αφού για μερικούς μήνες μετά φοβόμουν να πάω σινεμά!
- Και τελικά δεν ξαναμιλήσατε ποτέ όντως;
- Ήταν λίγο περίεργο. Κάποια τηλέφωνα που ρωτούσε τι κάνω, κάποια που δε μιλούσε καθόλου. Και σε άκυρες ώρες τα δεύτερα. Πάντως την τελευταία φορά που μιλήσαμε, την έβρισα. Ήταν ο μόνος τρόπος να σταματήσει να κάνει τέτοια και να ξεκολλήσει. Αν και το μετάνιωσα, δε θέλω να με θυμάται έτσι.
- Και τώρα; Γιατί μου τα λες τώρα;
- Μωρέ πάντα τα έλεγα. Απλά ίσως όχι με τόσες λεπτομέρειες. Είναι απλά τελευταία που ξαναφέρνω στο μυαλό μου καταστάσεις που έχουν περάσει. Ξεκαθαρίζω την ήρα απ' το σιτάρι. Κυρίως για ανθρώπους. Τι έμαθα, τι κέρδισα, τι έχασα. Μην το πάρεις πολύ βαθυστόχαστα, δεν είναι. Άσε που τις προάλλες άκουσα ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια, το "Όνειρο Ήτανε" του Αλκίνοου, οπότε κολλάει κι εκεί... Τώρα γιατί σε σένα; Ξέρω γω; Με ενέπνευσες μάλλον. Στο κάνουν μερικοί άνθρωποι αυτό, όχι;
- Ναι, μάλλον. Και τα γράμματα;
- Τα γράμματα τελικά χρησίμευσαν πολύ...
- Ωραία, για πες τώρα, τι άλλο έχεις να μου εκμυστηρευτείς παρακάτω;

Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

Pet-Stop

Είμαστε λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του '90. Αρχές καλοκαιριού. Τα Ίμια είναι έστω και προσωρινά υπό ελληνική σημαία, ο Deep Blue έχει νικήσει στο σκάκι τον Kasparov, ο Οδυσσέας Ελύτης έχει σταματήσει να δίνει το φως του στην Ελλάδα, ο Ανδρέας Παπανδρέου διανύει κι αυτός τις τελευταίες του μέρες, όπως και η Βουγιουκλάκη, το Braveheart έχει πάρει το Oscar, ο Παναθηναϊκός είναι Πρωταθλητής Ευρώπης στο μπάσκετ και το πρωταγωνιστικό ζευγάρι μας, ο Περικλής και η Ελένη, βρίσκονται στη μεγαλύτερη κρίση της σχέσης τους.

Όχι ότι ήταν μαζί χρόοοοονια. Γνωρίστηκαν στη δουλειά της Ελένης, πριν 10 μήνες. Κορίτσι από την επαρχία αυτή, είχε κατεβεί στη Θεσσαλονίκη από ένα μικρό χωριό δίπλα στο Αγρίνιο για να σπουδάσει. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Ας μην μπλέξουμε με το αν της άρεσε. Εδώ δεν ξέρει η ίδια, εγώ θα σας πω; Στα τελειώματα του 3ου της έτους και σε ένα μικρό διαμέρισμα, "φοιτητικό", δίπλα στην εκκλησία με το περίεργο όνομα πάνω από την Εγνατία, επί της Αγ.Σοφίας τη βρίσκουμε τώρα. Το δεύτερο της σπίτι σε 3 χρόνια, αφού στο πρώτο έπεσε σε πρόβλημα με τα υδραυλικά και σε ματάκια ιδιοκτήτη. Θανατηφόρος συνδυασμός.

Εκεί είναι και ο Περικλής. Κλεισμένος στο δεύτερο δωμάτιο αυτός. Θα φτάσουμε όμως εκεί. Πως γνωρίστηκαν δεν ξεκίνησα να λέω; Ο Περικλής είχε τελειώσει ένα ΙΕΚ της πλάκας, στα Κουφάλια από όπου καταγόταν. Τεχνικός Μελισσοκομίας-Σηροτροφίας. Ναι, ξέρω πως ακούγεται. Αλλά αυτό είναι. Και τέλος πάντων ο Περικλής είναι παλικάρι, δε μασάει από τέτοια. Δουλεύει εδώ και 2 χρόνια αποθηκάριος-μεταφορέας σε μια εταιρία που προμηθεύει ότι χρειάζονται καφετέριες και μπαρ στη Θεσσαλονίκη.

Τελικά εγώ άλλο ξεκινάω να πω κι άλλο λέω. Ορίστε λοιπόν, πριν μου ξαναφύγει: Τα παιδιά γνωρίστηκαν στη δουλειά της Ελένης. Το έχω πει αυτό, μάλιστα. Ναι, η δουλειά της Ελένης είναι σερβιτόρα σε καφέ. Ε, φοιτητικό, τι θα ήταν; Κοντά στα πανεπιστήμια είναι, ο ιδιοκτήτης πολύ ηλίθιος δεν είναι, οι ώρες είναι ok, της φτάνει για να βγαίνουν μερικά έξοδα.

Πριν 10 μήνες λοιπόν ο Περικλής εμφανίστηκε για να παραδώσει, η Ελένη ήταν εκεί για να παραλάβει, δεν ήθελε και πολύ. Λουλούδια, ρομαντικό σεξ, αγάπες, παθιάρικο σεξ, λίγα βρισίδια και 1-2 γρήγορες σε έναν που της την έπεφτε στο μαγαζί, ω-σας-ευχαριστώ-που-με-σώσατε-ευγενικέ-πρίγκιπα σεξ και άγιος ο Θεός. Στο τέλος καταλήξανε να συγκατοικούν μαζί, αφού ο Περικλής είχε εγκατασταθεί στης Ελένης και δεν έλεγε να το κουνήσει ρούπι, μέχρι που αποφασίσανε μαζί να αφήσει το δικό του άθλιο στούντιο και να μείνουν και επίσημα σαν ζευγάρι.

Άρχισαν και δενόταν, μοιραζόταν εμπειρίες, μουσικές, ταινίες (ακόμη θυμόταν η Ελένη τη βραδιά που πήγαν να δουν το Se7en στο σινεμά), πράγματα και θαύματα όπως όλα τα ζευγάρια στην ηλικία τους και η σχέση τους γινόταν καλύτερη μέρα με τη μέρα. Η καταστροφή όμως ήρθε πριν μερικές από αυτές. Τις μέρες, ντε.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να δηλώσω πως κανένα πρόβλημα δεν έχω με τα κατοικίδια. Αρκεί να μην κατοικιδίζουν στη δική μου κατοικία. Κι αυτό για να μην κατηγορηθώ αργότερα πως είναι δική μου φαντασίωση η ιστορία αυτή.

Το αγαπημένο μας ζευγάρι έκανε βόλτα στο κέντρο της πόλης. Και οι δύο δούλευαν εκείνη τη μέρα πρωί και έτσι είχαν όλη την υπόλοιπη μέρα δικιά τους. Σκεφτείτε το λίγο. Ερωτευμένοι, πιασμένοι χέρι-χέρι και λέγοντας χαζά αστεία, αναφερόμενοι ο ένας στον άλλο με ακόμη πιο χαζά υποκοριστικά, δρόμο έπαιρναν και δρόμο άφηναν σε μια γεμάτη από κόσμο Θεσσαλονίκη. Βιτρίνες περνούσαν, ρούχα, αξεσουάρ, παπούτσια έβλεπε η μικρή μας Ελένη και μόνη της χαιρόταν, καθώς ως γνωστών τα αγόρια οιασδήποτε ηλικίας χεσμένα τα 'χουν όλα αυτά. Μόνο που βρέθηκαν μπροστά σε μια βιτρίνα που κέντρισε το ενδιαφέρον και των δύο.

Ήταν ένα νέο pet-shop. Φάτσα μόστρα πολλά γυάλινα κλουβάκια με διάφορα ζώα. Το μάτι τους όμως έπεσε πάνω σε ένα συγκεκριμένο ζωάκι. Που το πρόβλημα θα πείτε. Αμ, το πρόβλημα ήταν πως του καθενός το μάτι έπεσε σε διαφορετικό συγκεκριμένο ζωάκι. Και τότε το ντουέτο, έγινε κουαρτέτο. Και ως είναι γνωστόν απ' άκρη σ' άκρη σε τούτο τον κόσμο που ονοματίζουμε Κόσμο, στους δύο τρίτος δε χωρεί, πόσο μάλλον τέταρτος και ούτω καθεξής...

Για να μην τα πολυλογώ (αν και δεν πρέπει ούτε να τα ολιγολογώ για να δώσω επακριβώς το θέμα στις διαστάσεις που του αναλογούν), στον Περικλή καρφώθηκε ένα μικρό μαύρο Ημίαιμο Μποξέρ. Σκυλάκι δηλαδή. Και στην Ελένη μια κατάλευκη Βιρμανίας με μαύρα αυτιά. Γατούλα δηλαδή. Και τώρα μάλλον μπήκατε στο νόημα. Χαμός δηλαδή.

Η ομηρική μάχη που ακολούθησε, αλλά και η κατάληξή της δε θα αναφερθούν εδώ. Η πρώτη είναι βίαιη, αυτό μπορώ να σας το πω με σιγουριά. Η χρησιμοποίηση εκατέρωθεν των εκφράσεων "είσαι μεγάλο αρχίδι" και "μην είσαι μαλάκω" αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ξύλο δεν έπεσε. Όχι. Και κανείς δεν κάλεσε την αστυνομία. Ακόμα. Για την κατάληξη πάλι, δε μπορώ να μιλήσω, δεν έχει συντελεστεί ακόμα. Αλλά ακόμα και να είχε συμβεί το μοιραίο, δηλαδή στην περίπτωσή μας αν τα παιδιά χώριζαν, θα σας το έλεγα νομίζετε; Ποιός είμαι εγώ για να σας καταστρέψω την ελπίδα;

Αυτό που μπορώ να σας πω είναι πως έχει η κατάσταση τώρα. Αυτή βρίσκεται στην κρεβατοκάμαρα. Είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι και κοιτάζει μια το ταβάνι και μια τη Μπέτι. Έτσι έβγαλε τη γάτα. Ξέρω, μαλακία όνομα. Αλλά να της το πείτε εσείς, εγώ θα σεβαστώ τη δυσκολία της στιγμής της επιλογής. Και βασικά, δε θέλω να ακούσω κι εγώ μερικά από κείνα τα ωραία που στόλισαν τον Περικλή. Αυτός βρίσκεται στο σαλόνι. Έχει την τηλεόραση ανοιχτή στο Mega και βλέπει (ας πούμε) μια επανάληψη της Ντόλτσε Βίτα με τη φωνή στο τέρμα. Ο Λούη έχει ζαρώσει δίπλα του στον καναπέ και κοιμάται. "Τυχερό σκυλί", σκέφτεται ο Περικλής...

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

Το κασκόλ

Χειμώνιασε ξαφνικά. Εντάξει, τον τελευταίο μήνα η θερμοκρασία είχε πέσει, αλλά ήταν πάντα του χοντρόπετσος. Ο ίδιος ήξερε πως απλά δεν τον ένοιαζε. Το λίγο κρύο δεν τον αφορούσε. Περπατούσε συνέχεια στους δρόμους, έκανε μεγάλες διαδρομές. Λίγοι βαθμοί παρακάτω δεν ήταν κάτι που το παρατηρούσε. Απλά συνέχιζε να περπατάει, να κοιτάζει τον κόσμο, τα αυτοκίνητα, τα καφέ, τις βιτρίνες. Σήμερα όμως χειμώνιασε ξαφνικά. Φυσούσε και το κρύο περνούσε μέσα του.

"Θα σου κάνω δώρο ένα κασκόλ", του είχε πει. Ήταν αρκετό καιρό πριν, την τελευταία φορά που κάποιος τον είχε ακούσει να παραπονιέται πως κρυώνει. Δεν του το έκανε όμως. Ήταν μια κουβέντα της στιγμής, μαζί με ένα χαμόγελο και ένα χέρι που ετοιμάστηκε να ζεστάνει το δικό του. Κι αυτό του έφτανε για να ξεχάσει το κρύο εκείνης της βραδιάς. Σήμερα όμως; "Μάλλον χρειάζομαι αυτό το κασκόλ", σκέφτηκε.

Το γεγονός πως εκείνη έφυγε στο εξωτερικό τον είχε κάνει λίγο κυνικό και λίγο αδιάφορο. Και θυμόταν τον εαυτό του πριν, δεν ήταν έτσι. Τον άλλαξε αυτή η κατάσταση. Εντάξει, τη χρειαζόταν, ποιό το όφελος να λέει ψέματα, ακόμα και μετά από τόσους μήνες, στον εαυτό του; Η άρνηση σου έχω πει δε βοηθάει, φίλε μου.

Έχει πλάκα όταν συμβαίνει αυτό στους ανθρώπους. "Ok, έφυγε, και; Μια χαρά θα είμαι. Και αν δεν είμαι, θα γίνω". Τυφλωμένο μυαλό, παραδέξου πως θα είσαι χώμα, να περάσουμε γρήγορα στην επόμενη φάση. Και ποια είναι η επόμενη φάση; Πως γίνεσαι ξανά ο άνθρωπος που ήσουν; Ξεχνώντας; Έτσι είπαν οι φίλοι. "Άστο τώρα, πήγαινε παρακάτω". Ρωτάνε αν έχει παρακάτω; Μπα. Α, ο κυνικός ξαναχτυπά...

Πάντως σήμερα ένοιωθε καλά το κρύο, όλο και βαθύτερα όπως περπατούσε. Να και ένα ζευγάρι δίπλα του. Πάντα υπάρχει ένα ζευγάρι δίπλα σου όταν σκέφτεσαι εκείνη. Σαν τις Αμερικανικές ταινίες. Ναι, σωστά, είναι και περισσότερο ειρωνικός. Πάντα ήταν, αλλά τώρα... Θα έστριβε τώρα. Ώρα για επιστροφή στο σπίτι. Μέσα από την αγορά όμως.

Ιδέα ήταν αυτή; Θα το πάρει το κασκόλ. Θα πάει αυτή τη στιγμή σε ένα μαγαζί και θα αγοράσει ένα ωραίο και ζεστό κασκόλ. Γιατί; "Δεν την περιμένω να μου το αγοράσει", σκέφτηκε. Λογική σκέψη: φτάνει πια, πρέπει να ξεφύγει. Ο κακόμοιρος. Τι κάνει ο άνθρωπος για να ξεγελάσει το μυαλό του, ε; Εξαιρετικό υπόδειγμα ερωτοχτυπημένου ο φίλος μας.

Να'το και το μαγαζί. Έχει ζέστη, ευτυχώς. Του λείπει να πηγαίνει βόλτες μαζί της, μάλλον γι'αυτό περπατάει τόσο πολύ. Και να πηγαίνει στα μαγαζιά μαζί της του άρεσε. Αλλά βέβαια, αν δεν του άρεσαν 1000 διαφορετικά πράγματα σε αυτήν, θα έκλαιγε ακόμα τη μοίρα του που του έφυγε γι' άλλες πολιτείες ερωτικές, να βρεθεί σ' εμπειρίες λυτρωτικές;

Κι ο υπάλληλος μπροστά του. "Ένα κασκόλ", λέει και δείχνει προς τη μεριά των συγκεκριμένων, άχρηστων όπως πάντα νόμιζε, αξεσουάρ. "Τι χρώμα;", ρωτάει ο υπάλληλος. Κενό. Το αποφάσισες, άνθρωπέ μου. Μην κολλάς τώρα. Μπλε μαρέν. Κίτρινο με μωβ βούλες. Άσπρο με μικρά κιονόκρανα. Μελανζέ λαχούρ. Raspberry Torte. Κάτι. Πες το, πάρτο και φύγε. Καλά, πλήρωσε και πρώτα αν θες. Δεν είναι απαραίτητο βέβαια. Απαραίτητο είναι να απαντήσεις.

Σκέφτεται. Τι χρώμα; Ότι θέλει αυτή. Τι χρώμα; Ότι νομίζει εκείνη. Δύσκολο. Δε μπορεί να σου πει αυτή, ρε φίλε. Είναι μακριά, θυμάσαι; Θα κάνεις έτσι για ένα κασκόλ; Μην το κουράζεις άλλο. Τρελαίνομαι να το παίζω δικηγόρος του διαβόλου.

"Όχι, ευχαριστώ, θα ξαναπεράσω". Κατάλαβε επιτέλους. Είδε πως όλο αυτό δε βγάζει πουθενά. Αυτό ήταν όλο το σχέδιο να την ξεπεράσει. Δε θέλει πια. Θέλει να ελπίζει πως εκείνη σύντομα θα είναι πάλι κοντά του. Και το κασκόλ ρε άνθρωπε; "Θα το αγοράσω μαζί της", είπε, και τα λόγια του έγιναν ένα με τον αέρα, την ώρα που έβγαινε από το μαγαζί. Καλή επιλογή φίλε μου, καλή...

Κυριακή 1 Ιουλίου 2007

Μηλιά...

"Αγόρι μου, ο έρωτας προχωράει προσεχτικά", είπε ο παππούς. Δε θα 'ταν 10 χρόνια πριν; Σα τώρα το θυμάμαι. "Σε κυκλώνει πριν το καταλάβεις, μπαίνει μέσα σου από το παραμικρό άνοιγμα και παίρνει το σχήμα της καρδιάς του κάθε ανθρώπου. Βρε τετράγωνη είναι, βρε στρόγγυλη, έτσι και ο έρωτας. Γι' αυτό άσ' τους να λένε αυτούς που κάνουν κουβέντες μέρα-νύχτα για να σου δείξουν τι είναι και τι δεν είναι ο έρωτας. Αυτό, παιδάκι μου, δε μπορείς να το κάνεις λιανά. Δεν είναι πράμα, να το παίξεις στο χέρι, να το ζυγιάσεις, να το παζαρέψεις. Άσ' τους λοιπόν, να μάθουνε μόνοι τους. Γιατί, ξέρεις, όταν μαθαίνεις τι πα' να πει έρωτας, κόβεις τα λόγια. Κι αφήνεσαι.", συμπλήρωσε ο παππούς.

"Η εποχή σας, μικρέ μου, είναι πιο εύκολη από τη δική μας. Για δεν τη ζείτε; Γιατί μπερδεύεστε σε κακομοιριά; Να ερωτεύεται ο κόσμος πρέπει, να ζει τη ζωή. Όχι με το άγχος της, όχι να τρέξετε να τα προκάμετε όλα, αλλά με την ξεγνοιασιά της. Καλός ή κακός, ετούτος ο κόσμος έλαχε σε μένα και σε σένα. Τι θα κάνουμε, θα φαγωθούμε γιατί είναι έτσι κι όχι αλλιώς; Όχι βέβαια! Ούτε θα ζούμε με τα παραμύθια! Θα τον ζήσουμε. Είσαι κιόλας μεγάλος για παραμύθια. Κι ούτε φίδια θα σε ζώσουν, ούτε δράκοι θα σε φάνε. Άμα ζεις μέσα στο ψέμα, χάνεις και τ' αληθινά της ζωής, όπως τον έρωτα...", τελείωσε ο παππούς κι εγώ έτρεχα κιόλας να ανεβώ στην αγαπημένη μου μηλιά, στην άκρη της αυλής, να δροσιστώ στον ίσκιο της φυλλωσιάς της...

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

Σαν Ιστορία...

Πρόσωπα: Γ. & Μ.
Τόπος: Πατρικό σπίτι Μ.
Χρόνος: Καλοκαίρι 2004


Μ: Πιάσε λίγο από κάτω ρε συ.
Γ: Οk, το'χω. Πάμε;
Μ: Έλα...

Το έπιπλο έφυγε απ'τη θέση του και έφτασε κοντά στον ανατολικό φρεσκοβαμμένο τοίχο. Οι δυο μας πρωταγωνιστές άδειαζαν τώρα τον δυτικό. Ένα ελαφρό κρεμ θα κύκλωνε το σαλόνι και ο Γ. βοηθούσε για λίγες ώρες τον Μ. στο βάψιμο. Τουλάχιστον μέχρι ο Π. να επιστρέψει από μερικά ψώνια στη μεγάλη πόλη, που υπήρχε μερικά χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο της ιστορίας μας και αναλάβει τα καθήκοντά του σαν αδερφός.

Αφού έφυγαν τα πιο ογκώδη κατασκευάσματα (μια στενή βιβλιοθηκούλα, μια εταζέρα και μια πολυθρόνα), έμεναν μόνο μερικές φωτογραφίες κρεμασμένες στον τοίχο. Οικογενειακές. Με τον γάμο των γονιών, βαφτίσια, γενέθλια, 5 παιδιά είχε το σπίτι, πολλές φωτογραφίες... Ο Μ. πήγε να μαζέψει τα καδράκια που βρισκόταν κοντύτερα στην πόρτα, μα το πιο απομακρυσμένο ήταν ήδη στα χέρια του Γ.

Γ: Που το βάζω αυτό;
Μ: Πάνω στην πολυθρόνα...

Όπως ο Γ. αφήνει το κάδρο στην πολυθρόνα κοντά στον απέναντι τοίχο και γυρνάει, αντιλαμβάνεται μια 2η φωτογραφία στο πάτωμα, στο σημείο που στεκόταν 3 δευτερόλεπτα πριν. Πλησιάζει και τη σηκώνει. Στο κιτρινισμένο χαρτί, ένας στρατιώτης, ποζάρει δίπλα-δίπλα με δύο ηλικιωμένους. 35 χρόνια, ίσως και παραπάνω, χώριζαν αυτή τη στιγμή από το σήμερα.

Γ: Έπεσε αυτή ρε συ, που ήταν;
Μ: Για να δω...

Όσο ο Μ. έπαιρνε στα χέρια του την παλιά φωτογραφία του πατέρα του παρέα με τους παππούδες του, ο Γ. κοιτούσε το κάδρο που είχε πιάσει πριν λίγο από τον άβαφτο ακόμα τοίχο. Ένα ίχνος από μια ταινία κόλλας ξεχώριζε στην πίσω της μεριά. Και η φωτογραφία είχε ένα σελοτέιπ στην πάνω πλευρά της. Το μυστήριο της προέλευσης λύθηκε. Γιατί όμως ήταν εκεί;

Ο Μ. γύρισε τη φωτογραφία από την πίσω της πλευράς και είδαν και οι 2 τους γραμμένο με μολύβι: "Ενθύμιο από το γιο σας, για να θυμάστε πως πέρασε κάποτε κι εκείνος από δω"...

Ο Μ. κατάλαβε αμέσως. Ήξερε πως ο πατέρας του, διώχτηκε από την οικογένειά του, αμέσως μετά το πέρας της στρατιωτικής του θητείας. Σήμερα, η αφορμή που δόθηκε τότε θα φαινόταν γελοία. Τότε όμως οι καιροί και οι άνθρωποι ήταν αλλιώς. Μια διαφωνία ήταν αρκετή.

Ο πατέρας του Μ. δεν ξέχασε. Ούτε αυτούς, ούτε τον τρόπο που του φέρθηκαν. Τους έστειλε αυτή τη φωτογραφία, τραβηγμένη λίγους μήνες πριν τον καυγά, με αυτή τη σημείωση πίσω της. Ήταν οι γονείς του, οι άνθρωποι που τον έφεραν στον κόσμο, τον μεγάλωσαν και τους αγαπούσε. Αυτός λοιπόν, ήταν ο δικός του τρόπος να πει "με αδικήσατε"...

Όταν εκείνοι πέθαναν, κάμποσα χρόνια μετά, βρήκε τη φωτογραφία και δεν την πέταξε. Την έκρυψε και δεν άφησε κανέναν να τη δει, ποτέ. Δεν ήταν άνετος άνθρωπος, δεν το είχε το "σ'αγαπω" εύκολο, δεν ήταν των εξομολογήσεων. Έμαθε όμως από το λάθος των δικών του γονιών και αγωνιζόταν μια ζωή να δείχνει την αγάπη του στα δικά του παιδιά.

Ο Μ. δάκρυσε και ο Γ., που εκείνη τη στιγμή δεν ήξερε παρά ελάχιστα από τα παραπάνω, δεν είχε εμπειρία στο πως να το χειριστεί. Ο φίλος του έκλαιγε κι εκείνος δεν ήξερε το γιατί. Περίμενε μια κουβέντα από τον Μ. κι εκείνη ήρθε σύντομα...

Μ: Πάρ'την και κόλλησέ την στη θέση της. Και μην πεις τίποτα στον Π. Δε θέλω να γίνει χώμα κι εκείνος...


(Θα ήταν πολύ συγκινητικό το παραπάνω να είναι απλά μια ιστορία. Δεν είναι όμως. Όπου Γ, είστε ελεύθεροι να βάλετε το δικό μου όνομα...)

Δευτέρα 2 Απριλίου 2007

Νιότη...

Είχα μια έμπνευση της στιγμής το μεσημέρι και έγραψα το παρακάτω κειμενάκι. Μου βγήκε αρκετά ασύνδετο, κάπως σκόρπιο, αλλά είπα να το βάλω εδώ για να αποδείξω σε κάποιους που πρόσφατα είπαν ότι γράφω καλά πως ήταν απλά τυχαίο. :-)


Δυο παιδιά, σε ένα ποδήλατο, κάτω απ'τη βροχή...

Αυτό βλέπω τώρα κάτω απ'το παράθυρό μου. Δεν είναι περίεργο; Όλοι είναι μέσα, τους ακούω να γελάνε κι εγώ εδώ, αγναντεύω τη βροχή.

Η γυναίκα του γιού μου μου ετοίμασε μια έκπληξη για τα γενέθλιά μου. Συγκέντρωσε όλους τους κοντινούς μου ανθρώπους. Σκέφτηκε πως στα 60 μου θα θέλω να περάσω μια ολόκληρη μέρα μαζί τους. Χαίρομαι που το μοναχοπαίδι μου βρήκε την Άννα. Άλλωστε θα μπορούσαν να βγουν τόσο γλυκές εγγονούλες αλλιώς; Είναι κι αυτές μέσα, ταλαιπωρούν τη γιαγιά τους. Οι καλοί μου φίλοι είναι όλοι σχεδόν εδώ.

Λείπει ο Σταύρος βέβαια, ο αδερφός μου. Μιλήσαμε όμως στο τηλέφωνο πριν λίγο και με κάλεσε στο Βερολίνο να με φιλοξενήσει. Έχω πάνω από 2 χρόνια να τον δω και σκέφτομαι να πάω, αλλά ίσως μόνο τον Ιούλιο, όταν η ανιψιά του με τον άντρα της θα έχουν φύγει για διακοπές. Δεν έχω κανένα πρόβλημα μαζί τους, αλλά σίγουρα θα ήμαστε καλύτερα μόνο οι δυο μας στο σπίτι.

Να'τα ξανά τα παιδιά στο ποδήλατο. Χαίρονται τη βροχή. Μήπως είναι μελαγχολία αυτό που με έχει πιάσει; Όλη μου τη ζωή την έζησα καλά. Ήμουν θετικός άνθρωπος κι ας μην πήγαιναν πάντα τα πράγματα όπως τα ήθελα. Και σήμερα δεν τα έχω παρατήσει. Ταξιδεύω, μεγαλώνω τα εγγόνια μου, δεν μένω μπροστά σε μια τηλεόραση και μέσα σε ένα καφενείο όπως πολλοί της ηλικίας μου. Διαβάζω, πηγαίνω στο κινηματογράφο, έχω ενδιαφέροντα, δεν πασχίζω να γεμίσω τις ώρες της μέρας μου.

Και όλα αυτά μαζί με τη συντροφιά μου. Την Αλίκη. Που χωρίς αυτήν, όλα θα ήταν αλλιώς. Είναι η ζωή μου, πραγματικά. Μου έχει δώσει τις μεγαλύτερες χαρές. Την παντρεύτηκα στα 26 μου και τη γνωρίζω από τα 11 μου. Περάσαμε πολλά και ήμασταν καιρό μακριά πριν έρθει η ώρα να παντρευτούμε.

Θυμάμαι όταν πρωτογνωριστήκαμε. Καλοκαίρι, στη Χαλκιδική. Ήμουν ο πρώτος φίλος που έκανε. Δεν ήταν εύκολο γι'αυτήν, ο μπαμπάς της μόλις είχε προσληφθεί σε μια εταιρία και έφυγαν από την Ξάνθη που έμεναν. Έχασε τους φίλους της, το περιβάλλον της. Δέσαμε αμέσως. Παίζαμε μαζί συνέχεια. Όμορφο καλοκαίρι. Πλάκα που είχαμε! Δε μας ένοιαζε τίποτα.

Σα να δυνάμωσε λιγάκι η βροχή. Ίσως πρέπει να πω στα παιδιά στο δρόμο να πάνε σπίτι τους, να μη βρέχονται. Μπα, όχι. Νομίζω πρέπει να πάω και μέσα, θα με ψάχνουν. Θέλω να τους δω και να μιλήσω με όλους. Είμαι και ο λόγος που γίνεται όλο αυτό, έτσι δεν είναι;

Αλλά τώρα ξέρω τι με έχει πιάσει. Ξέρω τι μου λείπει. Τη θυμάμαι την εικόνα καθαρά. Εγώ μπροστά να κάνω γρήγορα πετάλι και πίσω η Αλίκη. Και οι δυο μούσκεμα, τέλος εκείνου του πρώτου καλοκαιριού...

Δυο παιδιά, σε ένα ποδήλατο, κάτω απ'τη βροχή...