Κι ακόμη και τώρα, όπως κάθεται στην αίθουσα αναμονής του ΚΤΕΛ και παρατηρεί τις κινήσεις και τα λόγια των υπόλοιπων ταξιδιωτών, ψάχνει να βρει κάτι πέρα από τα συνηθισμένα. "Έτσι είναι η απελπισία" σκέφτεται, νιώθοντας αποφασισμένη αλλά και ανήσυχη. Με μάτια που δε σταματούν να κινούνται από τον έναν άνθρωπο στον άλλο. Κόσμος πηγαινοέρχεται στα γκισέ και στο κυλικείο, κάθεται στις θέσεις και ξανασηκώνεται. Ακούει μερικά αγόρια να μιλάνε για μερικά περιοδικά. Ή βιβλία, το ίδιο κάνει. Ιστορίες φαντασίας που προσπαθούν να αντικαταστήσουν στο μυαλό όλων τις πραγματικά εξαιρετικές εμπειρίες που ποτέ δε θα έχει. Που προσπαθούν να τον κοιμήσουν ικανοποιημένο με πράγματα και στιγμές που ποτέ δε θα ζήσει.
Υπάρχει και μια ανάγκη όμως πίσω απ' όλα αυτά. Η ανάγκη της να μιλήσει ανοιχτά σε κάποιον για όλα όσα έχει σκεφτεί και αποφασίσει. Μήπως δεν είναι όσο σίγουρη νομίζει; Μήπως ψάχνει τρόπο και λόγο για να μην κάνει αυτό που εδώ και καιρό έχει σχεδιάσει;
Έχει ταχυδρομήσει στο γραφείο του μπαμπά της το γράμμα με το οποίο δηλώνει πως αυτοκτονεί, πως αγαπά εκείνον και τη μαμά της και πως δεν ήθελε να τους πληγώσει. Αύριο το πρωί εκείνος θα το παραλάβει και θα το ανοίξει. Λογικά θα ψάξουν να τη βρουν μετά, δε θα είναι και δύσκολο. Όμως στο γράμμα της δεν αναφέρει γιατί. Οι δικοί της θα αναρωτιούνται, ίσως για πάντα, τους λόγους που την έκαναν να αποφασίσει την αυτοκτονία.
Δεν έχει μιλήσει ποτέ και σε κανέναν γι' αυτά που σκέφτεται. Μήπως πρέπει να το κάνει; Οι σκέψεις της κινούνται γρήγορα, ψάχνει τρόπο να ελαφρύνει. Και η απελπισία που νιώθει, κι αυτό το τελειωτικό που έχει μέσα της είναι πια πολύ μεγάλα για να μπορέσει να τα σηκώσει. Αρχίζει και κλαίει σιγανά, όσο κι αν δεν το θέλει μέσα στον κόσμο. Τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα που δε μπορεί να σταματήσει και ξέρει πως την κοιτάνε. Αλλά αυτό είναι κάπως ωραίο, γιατί είναι επιτέλους κάτι απροσδόκητο, έξω από τα συνηθισμένα και τα αποδεκτά. Γιατί πάντα όταν βλέπουμε κάποιον να κλαίει δημόσια αισθανόμαστε άσχημα, πρώτα απ' όλα γιατί αυτό δε θα έπρεπε να συμβαίνει, δε θα έπρεπε εδώ, τώρα, μπροστά μου, είναι λάθος, λάθος, λάθος.
Ενώ το κλάμα της αρχίζει να σταματά, βλέπει ένα αγόρι απέναντί της. Μικρότερο απ' αυτήν στην ηλικία, ψηλό, λίγο χαμένο σε όσα μάλλον περνάνε από το μυαλό του τώρα. Κι εκείνος, πίνοντας ένα μπουκαλάκι νερό, την κοιτάζει. Κι όλα όσα περίμενε η Κατερίνα, είναι τώρα σταθερά στη θέση τους. Ξέρει τι θέλει, ξέρει τι θα κάνει. Περιμένει την τύχη να ορίσει τις επόμενες κινήσεις της, θα αφεθεί απόλυτα στα δικά της χέρια. Αφού αυτό που αντιπαθεί είναι το σίγουρο, το προδιαγεγραμμένο, εκείνο απ' το οποίο δε μπορεί να ξεφύγει, τώρα θα παίξει με την τύχη της. "Αν κάτσει δίπλα μου θα του τα πω όλα." Και ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει;
Το παλικάρι την πλησιάζει. Έχει ένα τσαντάκι στα χέρια του και το αφήνει στη θέση ακριβώς δίπλα της, ρίχνοντάς της ακόμη μια ματιά. Κάθεται στην πιο δίπλα θέση και η Κατερίνα είναι έτοιμη να βάλει ξανά τα κλάματα. Να κλαίει μέχρι να ρθει η ώρα να ανεβεί στο λεωφορείο και να ξεκινήσει για την πόλη στην οποία θα δει το τελευταίο της ηλιοβασίλεμα. Μια στιγμή μετά, μια μαμά κρατώντας ένα κοριτσάκι αγκαλιά κάθεται δίπλα της. "Όχι, μην κλάψεις", σκέφτεται η Κατερίνα, "τέλος".
Τα προηγούμενα:
1. Αλέξανδρος
4. Νίκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου