Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Αντωνία και Χρύσα

Η Χρύσα λάμπει. Το κοριτσάκι με τα κατάξανθα μαλλιά δε μπορεί να κρύψει τη χαρά του για τη σημερινή μέρα. Είναι τα γενέθλιά της, κλείνει τα 5 σήμερα. Η μαμά της αποφάσισε να της κάνει έκπληξη. Την ξύπνησε από το πρωί, η μικρή γκρίνιαζε και ήθελε να κοιμηθεί παραπάνω, αλλά η Αντωνία έσκυψε δίπλα της και της ψιθύρισε "είναι τα γενέθλιά σου σήμερα, ξέχασες; σου έχω μια έκπληξη." και η Χρύσα πετάχτηκε από το κρεβάτι.

Ντύθηκαν και οι δύο, ήπιαν τα πρωινά τους ροφήματα, γάλα η μία και καφέ (μέτριο, με αρκετό γάλα) η άλλη και ξεκίνησαν για το σταθμό των ΚΤΕΛ. Από κει, έφτασαν στην "πόλη", έναν τόπο μυθικό για το παιδί, γεμάτο με αυτοκίνητα, μαγαζιά και ανθρώπους.

Το να μένουν σε μια μικρή κωμόπολη της επαρχίας ήταν πάντα η δυσκολία της Αντωνίας. Μεγαλωμένη για χρόνια στο εξωτερικό, επέστρεψε με τους δικούς της στην Ελλάδα στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου στην Αθήνα, όπου και σπούδασε. Ο έρωτας και στη συνέχεια ο γάμος όμως, την έφερε σε ένα μικρό μέρος με λίγες χιλιάδες κατοίκους. Δεν ήταν εύκολη η προσαρμογή της στο νέο περιβάλλον.

Η μικρή, με πολύχρωμα κοκαλάκια στα μαλλιά, κοιτούσε τα πάντα με μια περιέργεια που μόνο τα πολύ μικρά παιδιά έχουν. Κάνοντας συνεχώς στη μαμά της ερωτήσεις που γινόταν όλο και περιπλοκότερες όσο περνούσε η ώρα, περπατούσε, κρατώντας το χέρι της Αντωνίας. Μπήκαν στα μαγαζιά, αγοράσανε ρούχα (για τη Χρύσα βέβαια), κάτσανε στα παγκάκια της μεγάλης πλατείας και παρατηρούσαν τους περαστικούς, παίξανε σε μια παιδική χαρά πιο δίπλα, φάγανε από το φαστφουντάδικο με το παιχνιδάκι στο μενού. Κρατάει μέσα της την όλη εμπειρία, μια ανάμνηση γλυκιά που θα θυμάται σε όλη της τη ζωή, μια από τις πρώτες της, σκέφτεται η μαμά της όσο την κοιτάει να δαγκώνει, με μανία, το καλαμάκι από το κουτάκι με το χυμό που της πήρε.

Στο αριστερό της χέρι η Χρύσα κρατάει μια κούκλα. Είναι το δώρο της για τα γενέθλιά της, από τη μαμά της. Η Αντωνία θυμάται τα δικά της παιχνίδια, αντικείμενα που αγάπησε μέσα στην αθωότητα της ηλικίας που έχει τώρα η κόρη της και που ο μεγάλος επαναπατρισμός της οικογένειάς της δεν άφησε όρθια. Δεν της έχει απομείνει σχεδόν τίποτα από τα παιδικά της χρόνια και αυτό τώρα, όπως και πάντα όταν το σκέφτεται, τη γεμίζει με ένα κενό, μια στεναχώρια.

Τώρα πάντως, το κενό που νιώθει δεν είναι τόσο για τα χαμένα της παιχνίδια. Η σημερινή μέρα δεν είναι απλά μια κίνηση αγάπης απέναντι στην κόρη της. Είναι και η εσωτερική ανάγκη της Αντωνίας να δώσει μια καλή μέρα, να περάσει μερικές όμορφες στιγμές με την κόρη της, πριν της ανακοινώσει πως ο μπαμπάς της σε λίγες μέρες θα φύγει από το σπίτι. Ο γάμος της δεν πήγαινε καλά εδώ και μήνες. Όσο όμως αναλογίζεται όλη της τη σχέση με τον άντρα της, αναρωτιέται αν πήγε ποτέ καλά. Έρωτας υπήρχε στην αρχή, γι' αυτό άλλωστε και ήρθε σ' αυτό το μέρος που δε συνήθισε ποτέ. Όμως μετά, αυτό το συναίσθημα, όσο δυνατό κι αν ήταν, εξανεμίσθηκε. Και δεν είναι σίγουρη τι απέμεινε.

Είχαν συζητήσει. Πολλές φορές. Ξανά και ξανά τα ίδια, να τα λύσουν όλα. "Για χάρη της Χρύσας". Αν και ένιωθαν και οι δυο πως τίποτα δεν έχει αποτέλεσμα, πως είναι, τελικά, δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι που ψάχνουν διαφορετικά πράγματα. Δε μάλωναν, όχι. Είχαν όμως μια απάθεια για τη σχέση τους, που είναι πιο καταστροφική κι από τους μεγαλύτερους καβγάδες. Έτσι, το παιχνίδι έμοιαζε χαμένο από την αρχή και τώρα, επιτέλους, πήρανε την απόφαση για το χωρισμό, για το διαζύγιο.

Τι λες όμως σε ένα παιδί 5 χρονών; Τι καταλαβαίνει; Πως αλλάζει η ζωή του, οριστικά και αμετάκλητα, από τη δική σου απόφαση; Η Χρύσα θα έμενε μαζί της, αλλά θα ήταν ένα διαφορετικό κοριτσάκι από δω και πέρα. Γι' αυτό κι αυτή η μέρα. Για να της δώσει κάτι να θυμάται από τα πριν. Και μήπως γιατί σκεφτόταν η ίδια να μετακομίσουν; Να φύγουν για ένα μέρος μεγαλύτερο, να ξεκινήσουν από την αρχή; Ένα μέρος όπως αυτό; Ίσως. Αλλά όχι αμέσως. Δε θα έκανε σε κανέναν καλό μια τόσο απότομη αλλαγή.

Η μικρή πέταξε το κουτάκι του χυμού στον κάδο των σκουπιδιών, έξω από το σταθμό των λεωφορείων, που θα τις ξαναγύρναγε στο σπίτι τους. Η ώρα που το λεωφορείο, για το οποίο έχουν κόψει το εισιτήριο της επιστροφής, θα φύγει, πλησιάζει. Στο σπίτι τους; Γιατί δυσκολεύεται λίγο να το σκεφτεί σαν σπίτι τους;

"Πάμε να κάτσουμε, Χρύσα", της λέει η Αντωνία και κατευθύνονται προς τα καθίσματα που υπάρχουν στην αίθουσα αναμονής. Διπλές θέσεις δεν υπάρχουν ελεύθερες, όμως η Αντωνία βλέπει μια άδεια θέση ανάμεσα σε ένα κορίτσι και ένα αγόρι που μόλις κάθισε. "Συγνώμη, κάθεται εδώ κανείς", τους λέει και το αγόρι παίρνει το τσαντάκι που είχε αφήσει στο κάθισμα και τις αφήνει να καθίσουν, η Χρύσα στην αγκαλιά της Αντωνίας.

Η μαμά κοιτάει την κόρη και τη σφίγγει πιο δυνατά στην αγκαλιά της. Εκείνη, είδωλο κι αντανάκλαση του σημαντικότερου ανθρώπου στη ζωή της, κάνει το ίδιο με τη νέα κούκλα της. "Μαμά, γιατί γελάνε τόσο δυνατά εκείνα τα παιδιά;", αναρωτιέται η μικρή. "Θα λένε κανένα καλό αστείο, μωρό μου. Θες να πούμε κι εμείς;".

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Μιχάλης και Γεωργία

Η Γεωργία τρόμαξε. Ήταν η πρώτη φορά που ο Μιχάλης της μιλούσε άσχημα και μάλιστα στο δρόμο, με τους περαστικούς να τους κοιτάνε. "Γιατί ήρθες μαζί μου τελικά; Για συμπαράσταση ή για να με κάνεις να αισθανθώ χειρότερα;" της έλεγε ο Μιχάλης κι εκείνη έριχνε κλεφτές ματιές σε όσους περνούσαν δίπλα της, να δει και να καταλάβει τι σκέφτονται, αν κουνάν το κεφάλι με συμπόνια, αν την κρίνουν που δεν του απαντά, να διαβάσει τις δικές τους σκέψεις για ό,τι συμβαίνει στην ίδια.

Πάντα ντροπαλή, πάντα με το μυαλό της έφτιαχνε σενάρια στο τι σκέφτονται οι άλλοι γι' αυτήν. Και πάντα πίσω από το Μιχάλη. Έτσι βρέθηκε και στην πόλη. Ο Μιχάλης, ευέξαπτος και με έντονη προσωπικότητα, γεμάτος ενέργεια και μονίμως ανικανοποίητος, λάτρευε τη Γεωργία. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που τον έκανε να φέρεται διαφορετικά, του έβγαζε πάντα τον καλύτερο χαρακτήρα μέσα του. Γι' αυτό και την πήρε μαζί του στη συνέντευξη για δουλειά που είχε.

Άνεργος για αρκετούς μήνες και με την υπομονή του να εξαντλείται, ο Μιχάλης είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του για τα πράγματα που τον ευχαριστούσαν. Με τα οικονομικά του να στενεύουν και το επίδομα ανεργίας να έχει τελειώσει, βρέθηκε να κοιτάζει αγγελίες, να μιλάει με γνωστούς και φίλους, να έχει γίνει μόνιμος πελάτης του ΟΑΕΔ και τίποτα από αυτά να μη φέρνει αποτέλεσμα. Οι σκέψεις του γύριζαν όλο και συχνότερα στη δύσκολη θέση που βρισκόταν, η διάθεση του ανέβαινε με κόπο και η σχέση του με τη Γεωργία δεν έβγαινε ακριβώς αλώβητη από όλο αυτό.

Όμως δεν της είχε μιλήσει ποτέ έτσι. Του είχε φανεί καλή ιδέα να πάνε μαζί από την προηγούμενη μέρα στην πόλη, να κάνουν μια βόλτα και να μείνουν το βράδυ σε έναν παλιό του συμφοιτητή. Να ξεφύγουν λίγο από τις παραστάσεις που όλο και περισσότερο έστρεφαν αυτόν μέσα στον εαυτό του και τη Γεωργία λιγάκι πιο μακριά του. Το ίδιο κι εκείνη, της άρεσε που τη σκέφτηκε. Ήδη είχε αποφασίσει πως αν αυτός πήγαινε για δουλειά σε άλλη πόλη, ακόμη και στην άκρη της Ελλάδας ή στο εξωτερικό, θα τον ακολουθούσε. Μόνο μαζί του αισθανόταν ασφάλεια.

"Εξαιτίας σου τα πήγα σκατά. Από την ώρα που ξεκινήσαμε με αγχώνεις παραπάνω.", συνέχισε ο Μιχάλης κι εκείνη δεν είπε τίποτα. Είχαν φτάσει πια έξω από το σταθμό των λεωφορείων. "Δε μιλάς ε; Ποτέ δε μιλάς.", της είπε και μπήκε στο δροσερό χώρο των ΚΤΕΛ. Δίπλα του η Γεωργία άρχισε να κλαίει. Δεν ήταν τα λόγια που έλεγε, ήταν ο τόνος της φωνής του, σα να είχε φύγει όλη η αγάπη του γι' αυτήν και στη θέση της να είχε μείνει μόνο πόνος και αδιαφορία.

Από την άλλη πλευρά του σταθμού ακούστηκαν τα δυνατά γέλια μιας μικρής ομάδας παιδιών. "Λυκειόπαιδα, σίγουρα θα γελάνε με καμιά χοντράδα, βλαμμένα", σκέφτηκε ο Μιχάλης. Ο ήχος του γέλιου τους τον ταρακούνησε, ήταν ένας ήχος πολύ μακρυά από κει που βρισκόταν ο ίδιος, η διάθεσή του και η ζωή του αυτή τη στιγμή.

Η Γεωργία έφυγε από κοντά του. Όσο την έβλεπε να κατευθύνεται προς το κυλικείο και να μπαίνει πίσω από ένα νέο παλικαράκι, όχι μεγαλύτερο από τη μικρή παρέα που φώναζε τώρα ακόμα πιο δυνατά, βγάζοντας από την τσάντα της χρήματα για να πληρώσει τα χαρτομάντιλα που θα ζητούσε για να σβήσει από το πρόσωπό της τα δάκρυα που συνέχιζαν να τρέχουν, είπε "γαμημένα κωλόπαιδα" και προχώρησε προς το εκδοτήριο των εισιτηρίων.

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Αλέξανδρος

Ο Αλέξανδρος είχε λίγες μέρες στην πόλη. Έψαχνε ακόμα τους δρόμους, βγαίνοντας από το νέο του σπίτι. Νέος φοιτητής, πέρασε στο Οικονομικό, σχολή που δε θα έλεγε πως ήταν το όνειρό του, αλλά ήταν η δεύτερή του επιλογή μετά την Ιατρική. Μια μικρή απογοήτευση την ένιωθε και δε βοηθούσαν ιδιαίτερα και οι δικοί του. Η μάνα του, μια γυναίκα που ποτέ δεν είχε τη δυνατότητα να σπουδάσει, από αγροτική οικογένεια που δύσκολα τα έβγαζε πέρα, που παντρεύτηκε μικρή τον πατέρα του, γέννημα θρέμμα της μικρής πόλης που ζει σε όλη τη ζωή της, ζωή γεμάτη κλισέ, του είπε μπράβο, "αλλά φαντάζεσαι να τα πήγαινες λίγο καλύτερα; πήδηξες και πέρασες από κάτω".

Ο πατέρας του από την άλλη, άνθρωπος από καλή οικογένεια, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη και μεγαλωμένος με ανέσεις και σπουδές που η μάνα του ούτε μπορούσε ποτέ να φανταστεί για τον εαυτό της, έκανε καριέρα πολιτικού, όχι τίποτα μεγάλο, σε τοπικό επίπεδο. Όχι πως δεν είχε τα προσόντα ή τις γνωριμίες για να πάει ψηλότερα, αλλά στην πόλη τους άκουγες τον κόσμο να λέει, με κάποια αηδία μπλεγμένη με λίγο δέος, πως "βαριέται ο άνθρωπος μωρέ, δε θέλει να προσπαθήσει σοβαρά για κάτι, τα έχει βρει όλα έτοιμα". Πράγμα που φυσικά είχε φτάσει και στα αφτιά του πατέρα του, μόνο που εκείνος δεν έδειχνε ποτέ να ενοχλείται. Άλλωστε ήξερε πως και οι ίδιοι που τα λένε, όταν φτάνει η ώρα τον ψηφίζουν.

Η επιτυχία του γιου ευχαρίστησε τον πατέρα του περισσότερο από όσο άφηνε να φανεί. Είχε κρυφό όνειρο να δει το γιο του να ακολουθεί τη δική του πορεία στην πολιτική και να φτάνει ψηλότερα, εκεί που ο ίδιος δεν τόλμησε ποτέ να φτάσει. Το Οικονομικό ήταν μια πολύ καλή αρχή για το μοναχοπαίδι του.

Ο Αλέξανδρος είχε βρει σπίτι, το είχε επιπλώσει, είχε γραφτεί στη σχολή και τώρα θα γυρνούσε στην πόλη του για να μαζέψει μερικά τελευταία πράγματα πριν επιστρέψει γρήγορα για τα πρώτα μαθήματα. Στην πόλη του, που ποτέ δεν αισθάνθηκε άνετα σαν έφηβος. Η μικρή κοινωνία, το ότι ήταν παιδί του πατέρα του και άρα γνωστός σε πολλούς, η συνεχής προετοιμασία για τις πανελλήνιες, οι συνομήλικοί του που του φαινόταν πάντα πολύ διαφορετικοί του, ήταν κι εκείνη η φήμη για τον πατέρα του και τη γραμματέα του αρχιτεκτονικού του γραφείου...

Ήθελε να ξεφύγει από όλο αυτό και τώρα ήρθε επιτέλους ο καιρός και η ευκαιρία του. Γι' αυτό και η απογοήτευση του για τη χαμένη Ιατρική ήταν μικρή, τόση που σε λίγες μέρες θα την είχε ξεχάσει. Ικανοποίηση και ανακούφιση που τελείωσε, πέρασε και είναι πια σε άλλο, δικό του μέρος, ανυπομονησία για το πως θα είναι η φοιτητική του ζωή, ποιούς ανθρώπους θα γνωρίσει και ένα μικρό φόβο που μένει για πρώτη φορά μόνος του, αυτά είναι που νιώθει. Τα άλλα δεν έχουν σημασία.

Το λεωφορείο φεύγει σε 10 λεπτά και έχει χρόνο να αγοράσει ένα μπουκαλάκι νερό από το κυλικείο των ΚΤΕΛ, η ζεστή μέρα τον έχει κουράσει. Όσο το πίνει, τα μάτια του πέφτουν σε μια όμορφη κοπέλα με ένα λουλουδάτο φόρεμα, μερικά χρόνια μεγαλύτερή του, που κάθεται σε μια σειρά καθισμάτων στην αίθουσα αναμονής. Αφήνει το μικρό τσαντάκι που έχει μαζί του στη θέση δίπλα της και κάθεται στην αμέσως επόμενη. Σε 5 λεπτά το λεωφορείο θα τον γυρίσει στην πόλη του και στους δικούς του, σε κάτι που του μοιάζει για τελευταία φορά μα στην πραγματικότητα δεν είναι. Ίσως όμως μέσα του να είναι όντως η τελευταία φορά που γυρίζει και αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Οι μέρες της αφθονίας μας είναι μετρημένες

Είπα να περάσω μια βόλτα από το blog. Το έχω παρατήσει εντελώς, δεν έχω καθόλου διάθεση να γράψω. Κυρίως φταίει το ότι δεν αισθάνομαι πια πως μπορώ να διαθέτω αρκετή ώρα για να γράφω τα posts που θέλω να κάνω που είναι πάντα μεγάλα και απαιτούν αρκετό ψάξιμο πριν γραφτούν. Αλλά δεν το κλείνω, γιατί που ξέρεις, διάθεση είναι αυτή και κάνει κύκλους, μπορεί να ξαναβρώ στο μέλλον μου την ενέργεια εκείνη που με έκανε να γράφω τέτοια ή τέτοια, απλά και μόνο γιατί τα γούσταρα εγώ κι ας μην άρεσαν σε κανέναν.

Άσε που σκέφτομαι να πάρω μέρος στη φετινή blogovision, οπότε χρειάζομαι blog. Βέβαια δεν ξέρω αν δέχονται συμμετοχές περίπου ανενεργών bloggers, αλλά δε γαμιέται, εγώ θα ψηφίσω όταν έρθει η ώρα και βλέπουμε.

Η πλάκα είναι πως έχω ιδέες για νέα blogs, μια από τις οποίες μάλιστα υλοποίησα πριν καιρό, αλλά είναι η διάθεσή μου τέτοια που δεν άντεξα και πολύ, μπήκε και στη μέση το συνέδριο BookCrossing που συνδιοργάνωνα, οπότε το παράτησα γρήγορα και ουσιαστικά το έκαψα. Ίσως το συνεχίσω κάποια στιγμή, ποτέ δεν ξέρεις, μπλα, μπλα, μπλα. Τα υπόλοιπα concept δεν τα λέω πουθενά φυσικά, άσε μη με προλάβει κανείς.

Να σας πω για το συνέδριο, δε σας είπα. Πήγε γαμάτα, το χάρηκα πάρα πολύ και το θεωρώ από τα ωραιότερα πράγματα που έχω κάνει. Βέβαια τώρα ένα άδειασμα το νιώθω γιατί δεν ήταν κι εύκολος χρόνος αυτός που πέρασε μέχρι τις 21 Μαΐου που άρχιζε το συνέδριο, αλλά ταυτόχρονα σκέφτομαι και τι επόμενο θα ήθελα να κάνω στο BookCrossing της Θεσσαλονίκης. Μετά το καλοκαίρι νομίζω θα πάρω μπρος.

Κατά τα άλλα, τον τελευταίο καιρό εκτιμώ και επανεκτιμώ ανθρώπους, πράγματα και καταστάσεις, πίνω καφέδες, βλέπω μπάλα (Μουντιάλ ντε), ερωτεύομαι, ψάχνω για δουλειά (και έχω σταματήσει να λέω στους γύρω μου τουλάχιστον το 50% όσων κάνω, γιατί νιώθω όλο και περισσότερο πως τους απογοητεύω όταν τίποτα δεν αποδίδει τελικά), μαγειρεύω (θέλω να αγοράσω φόρμα για κέικ ρε φίλε! εγώ!), βλέπω σειρές και μου έχει λείψει να πηγαίνω σινεμά, παρακολουθώ τις ειδήσεις της καθημερινότητας με μια απάθεια μοναδική στα χρονικά για μένα, σκέφτομαι πως να πάρω καινούργιο κινητό, κάνω διακοπές το καλοκαίρι και πάω Βερολίνο το χειμώνα (1 από αυτά θα γίνει, ίσως, και πολύ είναι. και θα είμαι και αυθεντικά ευχαριστημένος αν γίνει), περνάω τη φάση που διαβάζω ελάχιστα, και tweetάρω. Εκεί, θα βρεις εμένα και τα πράγματα που μου αρέσουν. Εδώ, οι μέρες της αφθονίας μας είναι μετρημένες. Και περασμένες...