Ο Αλέξανδρος είχε λίγες μέρες στην πόλη. Έψαχνε ακόμα τους δρόμους, βγαίνοντας από το νέο του σπίτι. Νέος φοιτητής, πέρασε στο Οικονομικό, σχολή που δε θα έλεγε πως ήταν το όνειρό του, αλλά ήταν η δεύτερή του επιλογή μετά την Ιατρική. Μια μικρή απογοήτευση την ένιωθε και δε βοηθούσαν ιδιαίτερα και οι δικοί του. Η μάνα του, μια γυναίκα που ποτέ δεν είχε τη δυνατότητα να σπουδάσει, από αγροτική οικογένεια που δύσκολα τα έβγαζε πέρα, που παντρεύτηκε μικρή τον πατέρα του, γέννημα θρέμμα της μικρής πόλης που ζει σε όλη τη ζωή της, ζωή γεμάτη κλισέ, του είπε μπράβο, "αλλά φαντάζεσαι να τα πήγαινες λίγο καλύτερα; πήδηξες και πέρασες από κάτω".
Ο πατέρας του από την άλλη, άνθρωπος από καλή οικογένεια, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη και μεγαλωμένος με ανέσεις και σπουδές που η μάνα του ούτε μπορούσε ποτέ να φανταστεί για τον εαυτό της, έκανε καριέρα πολιτικού, όχι τίποτα μεγάλο, σε τοπικό επίπεδο. Όχι πως δεν είχε τα προσόντα ή τις γνωριμίες για να πάει ψηλότερα, αλλά στην πόλη τους άκουγες τον κόσμο να λέει, με κάποια αηδία μπλεγμένη με λίγο δέος, πως "βαριέται ο άνθρωπος μωρέ, δε θέλει να προσπαθήσει σοβαρά για κάτι, τα έχει βρει όλα έτοιμα". Πράγμα που φυσικά είχε φτάσει και στα αφτιά του πατέρα του, μόνο που εκείνος δεν έδειχνε ποτέ να ενοχλείται. Άλλωστε ήξερε πως και οι ίδιοι που τα λένε, όταν φτάνει η ώρα τον ψηφίζουν.
Η επιτυχία του γιου ευχαρίστησε τον πατέρα του περισσότερο από όσο άφηνε να φανεί. Είχε κρυφό όνειρο να δει το γιο του να ακολουθεί τη δική του πορεία στην πολιτική και να φτάνει ψηλότερα, εκεί που ο ίδιος δεν τόλμησε ποτέ να φτάσει. Το Οικονομικό ήταν μια πολύ καλή αρχή για το μοναχοπαίδι του.
Ο Αλέξανδρος είχε βρει σπίτι, το είχε επιπλώσει, είχε γραφτεί στη σχολή και τώρα θα γυρνούσε στην πόλη του για να μαζέψει μερικά τελευταία πράγματα πριν επιστρέψει γρήγορα για τα πρώτα μαθήματα. Στην πόλη του, που ποτέ δεν αισθάνθηκε άνετα σαν έφηβος. Η μικρή κοινωνία, το ότι ήταν παιδί του πατέρα του και άρα γνωστός σε πολλούς, η συνεχής προετοιμασία για τις πανελλήνιες, οι συνομήλικοί του που του φαινόταν πάντα πολύ διαφορετικοί του, ήταν κι εκείνη η φήμη για τον πατέρα του και τη γραμματέα του αρχιτεκτονικού του γραφείου...
Ήθελε να ξεφύγει από όλο αυτό και τώρα ήρθε επιτέλους ο καιρός και η ευκαιρία του. Γι' αυτό και η απογοήτευση του για τη χαμένη Ιατρική ήταν μικρή, τόση που σε λίγες μέρες θα την είχε ξεχάσει. Ικανοποίηση και ανακούφιση που τελείωσε, πέρασε και είναι πια σε άλλο, δικό του μέρος, ανυπομονησία για το πως θα είναι η φοιτητική του ζωή, ποιούς ανθρώπους θα γνωρίσει και ένα μικρό φόβο που μένει για πρώτη φορά μόνος του, αυτά είναι που νιώθει. Τα άλλα δεν έχουν σημασία.
Το λεωφορείο φεύγει σε 10 λεπτά και έχει χρόνο να αγοράσει ένα μπουκαλάκι νερό από το κυλικείο των ΚΤΕΛ, η ζεστή μέρα τον έχει κουράσει. Όσο το πίνει, τα μάτια του πέφτουν σε μια όμορφη κοπέλα με ένα λουλουδάτο φόρεμα, μερικά χρόνια μεγαλύτερή του, που κάθεται σε μια σειρά καθισμάτων στην αίθουσα αναμονής. Αφήνει το μικρό τσαντάκι που έχει μαζί του στη θέση δίπλα της και κάθεται στην αμέσως επόμενη. Σε 5 λεπτά το λεωφορείο θα τον γυρίσει στην πόλη του και στους δικούς του, σε κάτι που του μοιάζει για τελευταία φορά μα στην πραγματικότητα δεν είναι. Ίσως όμως μέσα του να είναι όντως η τελευταία φορά που γυρίζει και αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία.
χαίρομαι που σε διαβάζω ξανά! αναμένουμε στο ακουστικό μας λοιπόν!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλή του τύχη του Αλέξανδρου λοιπόν (πραγματικός,φανταστικός,τί σημασία έχει...πόσες ζωές έτσι)
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ μετάβαση γενικά από την μαθητική στην φοιτητική ζωή είναι για το καθένα ξεχωριστά αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία. Καλή του τύχη όντως. Και για όνομα του Θεού ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ πέρασε...
ΑπάντησηΔιαγραφή@efou
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι που χαίρεσαι. Αναμείνατε!
@kihli
Πολλές, γι' αυτό και είναι γεμάτο με κλισέ. Πραγματικός λοιπόν, αν και δημιούργημα της φαντασίας μου.
@partaki
Αρκετά ενδιαφέρουσα, ναι. Έχει πλάκα γενικά να βλέπεις τις ιστορίες των νέων φοιτητών, τόσα διαφορετικά backgrounds, τόσες διαφορετικές εκδοχές του ίδιου ουσιαστικά πράγματος.
μου θύμισες εμένα πριν 2 χρόνια :)
ΑπάντησηΔιαγραφή