Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Ραντεβού

Βγήκε από το μπάνιο. Με το ένα χέρι κρατούσε την πετσέτα και στέγνωνε τα μαλλιά του. Με το άλλο βρήκε το τηλεκοντρόλ στο τραπεζάκι και πάτησε το κουμπί για να ανοίξει η τηλεόραση στο κρατικό κανάλι. Είχε αργήσει, αν την έστηνε θα ήταν πολύ κακό για τις πιθανότητές του να ξεκινήσει κάτι μαζί της. "Κακή αρχή θα κάνω γαμώτο" σκέφτηκε.

Η τηλεόραση άναψε, δεν άκουγε τι λέει, δελτίο ειδήσεων ήταν. Δεν υπήρχε λόγος που την άνοιξε, από συνήθεια μάλλον. Άνοιγε την τηλεόραση πάντα όταν περνούσε από μπροστά της. Έβλεπε μόνο όταν έτρωγε. "Θα ήθελα να τσιμπήσω κάτι" αλλά ήξερε πως δεν υπήρχε χρόνος. Πέταξε την πετσέτα στην καρέκλα δίπλα του και βγήκε από το δωμάτιο για να ντυθεί.

«Το δυστύχημα συνέβη πριν 45 περίπου λεπτά...». Σκεφτόταν πως στην αρχή δεν του είχε κάνει καμία εντύπωση εκείνη. Και μάλλον το ίδιο πρέπει να ίσχυε και από τη δική της πλευρά. Αν και δεν ήταν σίγουρος πως τώρα της έκανε κάποια εντύπωση. Δεν ήταν και πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, αλλά αφού είχαν πει να βγουν, θα έβλεπε πως θα εξελισσόταν η βραδιά.

«Το υπεραστικό λεωφορείο των ΚΤΕΛ που εκτελούσε το δρομολόγιο...». Σε έναν καφέ είχαν γνωριστεί, φίλοι φίλων, τα γνωστά. Και μετά ξαναβρέθηκαν μέσα από παρέες και ξανά και ξανά. Και κάπου ανάμεσα στις τυχαίες συναντήσεις τους εκείνος άρχισε να ελκύεται από την παρουσία της, να την προσέχει περισσότερο. Ώσπου να αποφασίσει πως πρέπει να βγουν "για ένα ποτάκι".

«31 επιβαίνοντες...». Είχε χωρίσει λίγο καιρό προτού τη γνωρίσει. Όχι και ο καλύτερος χωρισμός. Με την πρώην του έχει να μιλήσει από τη μέρα που ανταλλάσσοντας βαριές κουβέντες διακόψανε την αρκετά μπερδεμένη σχέση τους. Με αυτήν, αν προχωρήσει, θα ήθελε κάτι πιο απλό, πιο εύκολο, πιο ξεκάθαρο. Ίσως βέβαια προτρέχει μ' αυτά που σκέφτεται.

«Κάηκε ολοσχερώς...». Ντύθηκε γρήγορα. Γεμάτος με την αγωνία του πρώτου ραντεβού και με μυαλό σε πανικό από τη προσπάθειά του να μην καθυστερήσει άλλο, μαζεύει τα κλειδιά του σπιτιού, το κινητό, χρήματα -"πρέπει να πληρώσω τα ποτά ή πλέον οι γυναίκες το μισούν αυτό;"- και σβήνει τα φώτα.

«Σύμφωνα με ιατρικό ανακοινωθέν που εκδόθηκε μόλις τώρα, δεν υπάρχουν επιζώντες...». Τελευταία στιγμή πριν φύγει θυμήθηκε την ανοιχτή τηλεόραση πίσω του. Δε θα ήταν η πρώτη φορά που την άφηνε έτσι, για να ανακαλύψει αργότερα πως φώτιζε τους άδειους τοίχους όσο εκείνος έλειπε. Πάτησε το κουμπί, άφησε το τηλεκοντρόλ πίσω στο τραπεζάκι και έκλεισε βιαστικά την πόρτα πίσω του.


Τα προηγούμενα:

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Κατερίνα

Στα 23 της η Κατερίνα θα έκανε ένα τελευταίο ταξίδι. Θα πήγαινε σε μια μικρή επαρχιώτικη πόλη και θα αυτοκτονούσε. Το είχε σκεφτεί καιρό πριν, του έδωσε χρόνο να αναπτυχθεί μέσα της και το αποφάσισε και η ανάγκη να το προχωρήσει ήταν μεγάλη. Κι ούτε κακή οικογένεια είχε, κανείς δεν την τραυμάτισε ψυχικά ή σωματικά ποτέ, ούτε κοινωνικά αποκλεισμένη ήταν, με φίλους και γνωστούς να την περιτριγυρίζουν συνεχώς. Με καριέρα μπροστά της αν ήθελε, μόλις τελείωσε τη σχολή της. Κανένα από τα κλισέ που οδηγούν συνήθως τους νέους στο να κάνουν το τελευταίο τους ταξίδι δεν κουβαλούσε. Απλά έβρισκε τα πάντα χωρίς νόημα, μια ζωή σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Και το μισούσε αυτό. Από όταν άρχισε να καταλαβαίνει τον εαυτό της στην εφηβεία της, έψαχνε συνεχώς γι' αυτό το αναπάντεχο που θα τη συνεπάρει. Το μεγαλύτερο απ' όσα είχε βιώσει, το εξωπραγματικό. Αυτή η προσπάθεια την έσπρωξε να πιστέψει πως μοναδική διέξοδος από την ανία και την επανάληψη της ζωής της, ήταν η αυτοκτονία.

Κι ακόμη και τώρα, όπως κάθεται στην αίθουσα αναμονής του ΚΤΕΛ και παρατηρεί τις κινήσεις και τα λόγια των υπόλοιπων ταξιδιωτών, ψάχνει να βρει κάτι πέρα από τα συνηθισμένα. "Έτσι είναι η απελπισία" σκέφτεται, νιώθοντας αποφασισμένη αλλά και ανήσυχη. Με μάτια που δε σταματούν να κινούνται από τον έναν άνθρωπο στον άλλο. Κόσμος πηγαινοέρχεται στα γκισέ και στο κυλικείο, κάθεται στις θέσεις και ξανασηκώνεται. Ακούει μερικά αγόρια να μιλάνε για μερικά περιοδικά. Ή βιβλία, το ίδιο κάνει. Ιστορίες φαντασίας που προσπαθούν να αντικαταστήσουν στο μυαλό όλων τις πραγματικά εξαιρετικές εμπειρίες που ποτέ δε θα έχει. Που προσπαθούν να τον κοιμήσουν ικανοποιημένο με πράγματα και στιγμές που ποτέ δε θα ζήσει.

Υπάρχει και μια ανάγκη όμως πίσω απ' όλα αυτά. Η ανάγκη της να μιλήσει ανοιχτά σε κάποιον για όλα όσα έχει σκεφτεί και αποφασίσει. Μήπως δεν είναι όσο σίγουρη νομίζει; Μήπως ψάχνει τρόπο και λόγο για να μην κάνει αυτό που εδώ και καιρό έχει σχεδιάσει;

Έχει ταχυδρομήσει στο γραφείο του μπαμπά της το γράμμα με το οποίο δηλώνει πως αυτοκτονεί, πως αγαπά εκείνον και τη μαμά της και πως δεν ήθελε να τους πληγώσει. Αύριο το πρωί εκείνος θα το παραλάβει και θα το ανοίξει. Λογικά θα ψάξουν να τη βρουν μετά, δε θα είναι και δύσκολο. Όμως στο γράμμα της δεν αναφέρει γιατί. Οι δικοί της θα αναρωτιούνται, ίσως για πάντα, τους λόγους που την έκαναν να αποφασίσει την αυτοκτονία.

Δεν έχει μιλήσει ποτέ και σε κανέναν γι' αυτά που σκέφτεται. Μήπως πρέπει να το κάνει; Οι σκέψεις της κινούνται γρήγορα, ψάχνει τρόπο να ελαφρύνει. Και η απελπισία που νιώθει, κι αυτό το τελειωτικό που έχει μέσα της είναι πια πολύ μεγάλα για να μπορέσει να τα σηκώσει. Αρχίζει και κλαίει σιγανά, όσο κι αν δεν το θέλει μέσα στον κόσμο. Τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα που δε μπορεί να σταματήσει και ξέρει πως την κοιτάνε. Αλλά αυτό είναι κάπως ωραίο, γιατί είναι επιτέλους κάτι απροσδόκητο, έξω από τα συνηθισμένα και τα αποδεκτά. Γιατί πάντα όταν βλέπουμε κάποιον να κλαίει δημόσια αισθανόμαστε άσχημα, πρώτα απ' όλα γιατί αυτό δε θα έπρεπε να συμβαίνει, δε θα έπρεπε εδώ, τώρα, μπροστά μου, είναι λάθος, λάθος, λάθος.

Ενώ το κλάμα της αρχίζει να σταματά, βλέπει ένα αγόρι απέναντί της. Μικρότερο απ' αυτήν στην ηλικία, ψηλό, λίγο χαμένο σε όσα μάλλον περνάνε από το μυαλό του τώρα. Κι εκείνος, πίνοντας ένα μπουκαλάκι νερό, την κοιτάζει. Κι όλα όσα περίμενε η Κατερίνα, είναι τώρα σταθερά στη θέση τους. Ξέρει τι θέλει, ξέρει τι θα κάνει. Περιμένει την τύχη να ορίσει τις επόμενες κινήσεις της, θα αφεθεί απόλυτα στα δικά της χέρια. Αφού αυτό που αντιπαθεί είναι το σίγουρο, το προδιαγεγραμμένο, εκείνο απ' το οποίο δε μπορεί να ξεφύγει, τώρα θα παίξει με την τύχη της. "Αν κάτσει δίπλα μου θα του τα πω όλα." Και ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει;

Το παλικάρι την πλησιάζει. Έχει ένα τσαντάκι στα χέρια του και το αφήνει στη θέση ακριβώς δίπλα της, ρίχνοντάς της ακόμη μια ματιά. Κάθεται στην πιο δίπλα θέση και η Κατερίνα είναι έτοιμη να βάλει ξανά τα κλάματα. Να κλαίει μέχρι να ρθει η ώρα να ανεβεί στο λεωφορείο και να ξεκινήσει για την πόλη στην οποία θα δει το τελευταίο της ηλιοβασίλεμα. Μια στιγμή μετά, μια μαμά κρατώντας ένα κοριτσάκι αγκαλιά κάθεται δίπλα της. "Όχι, μην κλάψεις", σκέφτεται η Κατερίνα, "τέλος".


Τα προηγούμενα: