"Ο Νίκολάκης δεν είναι πια νέος". Κάτι τέτοιες δε θα ήταν οι ατάκες που θα λέγανε; Και του φαίνεται πολύ αστείο αυτό, γιατί φυσικά και δεν είναι. 66 χρονών και χήρος εδώ και πάνω από 4 χρόνια ήταν. "Μεγάλωσε κι αυτός". Ξέρεις, τέτοια κλισέ και κουβέντες που μένουν απαράλλακτες για όλους. Είναι σα μια συλλογική μνήμη να τις ανασύρει κάθε μέρα και για διαφορετικό άνθρωπο. Τα ίδια δε λέει κι αυτός για τους άλλους;
Όταν πρωτοείχε αυτές τις ενοχλήσεις δεν ανησύχησε. Άλλωστε έτσι κάνει ο κόσμος, δεν είναι οι παλιοί τόσο ευαίσθητοι όσο οι νέοι που με το παραμικρό τρέχουν στους γιατρούς. Βέβαια η ενόχληση σύντομα έγινε πόνος που δε μπορούσε να αγνοεί. Την πρώτη φορά που κατέβηκε στο νοσοκομείο της πόλης, στο ίδιο που πέθανε η γυναίκα του χτυπημένη από την "κακιά την αρρώστια", ένιωσε πως την ξαναέχανε από την αρχή, πως την έβλεπε πάλι στο κρεβάτι. Κάτω από αυτό το φως που μόνο στα νοσοκομεία υπάρχει, σα σήμα κατατεθέν της αρρώστιας, της ζωής που χάνεται, του πόνου.
Είχε να πατήσει το πόδι του από τότε. Και γιατί όχι άραγε; Ποτέ του δεν είχε προβλήματα. Τα ιατρεία και τους νοσοκόμους ποτέ δεν τους χρειάστηκε, ούτε καν σαν παιδί, παρότι ήσυχος δεν έκατσε ποτέ στη ζωή του και δεν πτοήθηκε ποτέ από κάτι για χάρη της υγείας του. Τώρα όμως ήταν η ώρα. Ο γιατρός τον εξέτασε, οι εξετάσεις έγιναν. Και τώρα, λίγες μέρες μετά, επέστρεψε για να μάθει αν η ζωή του κινδύνευε.
Ο γιατρός, ένας συμπαθητικός αν και βαριεστημένος τύπος γύρω στα 35, με τη φωτογραφία της μικρής του κόρης πάνω στο γραφείο του, του είπε να μην ανησυχεί και πως "δεν είναι τελικά τίποτα που δε λύνεται με μια τυπική επέμβαση". Είχε πάρει τα νέα καλά, ποιος δε θα τα δεχόταν με ευχαρίστηση, έτσι; Είχανε κλείσει το ραντεβού για την απαραίτητη εγχείρηση και ο ίδιος θα συνέχιζε να παίρνει παυσίπονα για να αντιμετωπίσει μέχρι τότε τον πόνο.
Τώρα είχε φτάσει στο σταθμό αρκετά νωρίτερα από την ώρα αναχώρησης του λεωφορείου του και έπινε το δεύτερο καφέ της ημέρας του, καθισμένος σε ένα τραπεζάκι του κυλικείου. Ενώ ο κόσμος περνάει από δίπλα του χωρίς να του δίνει σημασία, ο κυρ-Νίκος σκέφτεται ότι οι συνομήλικοί του λένε μερικές φορές πως νιώθουν πως πλησιάζουν στο τέλος. Εκείνος όμως όχι. Νιώθει ακόμα γερός και δε βλέπει στα 66 του το τέλος του δρόμου. Δεν το φοβάται, ξέρει απλά πως είναι ακόμη μακριά. "66 δεν είναι τίποτα".
Σκέφτεται τη γυναίκα του και τους 2 γιους του, που έχει να δει από την κηδεία της μάνας τους. Δε μιλιούνται, αν και αυτός φροντίζει να μαθαίνει νέα τους. Δεν τους θεωρούσε καλά άτομα και ξέρει πως φταίει κι ο ίδιος, αλλά "αυτά τα θέματα είναι αυτά που είναι και μη τα σκαλίζεις". Με τον εγγονό του έχει κρατήσει επαφή. Του τηλεφωνεί ο μικρός που και που και του λέει τα νέα του, είναι ευγενικό παιδί, "θα πήρε απ' τη μάνα του". Μακάρι να ζούσε και πιο κοντά για να τον βλέπει, αλλά σύντομα θα σπουδάσει κάπου και θα είναι ελεύθερος να επισκέπτεται τον παππού του όσο θέλει.
Απέναντί του κάθεται μια κοπέλα με ένα φόρεμα γεμάτο μικρά κίτρινα λουλούδια. Δε μπορεί παρά να βγει από τις σκέψεις του, αφού βλέπει πως η κοπέλα κλαίει σιγανά. Αυτή η εικόνα τον φέρνει σε αμηχανία, η πρώτη του κίνηση είναι να της μιλήσει σα να είναι κάποιος κοντινός του, η εγγονή του ίσως.
Πάντα όμως οι άνθρωποι κάνουν πίσω, δεν έχουν το κουράγιο να πλησιάσουν και να παρηγορήσουν αυτόν που το χρειάζεται. Κι εκείνη σταματάει σιγά σιγά. Βλέπει ένα παλικαράκι περίπου στην ηλικία του εγγονού του -λίγο μεγαλύτερος είναι τούτος- να πηγαίνει προς τις θέσεις αναμονής που είναι η κοπέλα. Εκείνη σκουπίζει τα μάτια της και κοιτάει τον νεαρό που κάθεται κοντά της. Φαίνεται έτοιμη να δακρύσει ξανά απ' την αρχή και ο κυρ-Νίκος πίνει ακόμη μια γουλιά απ' τον καφέ του. Σε τέτοια ηλικία είχε πρωτογνωρίσει τη γυναίκα του, Θεός σχωρέστην.